Mε λέγαν’ πάντα παιδί του χειμώνα. Γεννημένη στην καρδιά του Γενάρη, λάτρευα το ψύχος, το χιόνι, τον γκρίζο ουρανό, τη βροχή και τον άνεμο. Γεννημένη όμως στην Ελλάδα, προσπαθούσα με κάθε ευκαιρία να φύγω μακριά της, ειδικότερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες που η θερμοκρασία ανέβαινε. Δεν άντεχα τον ήλιο, τη ζέστη, τις παραλίες, τα χρώματα κι όλα εκείνα που έκαναν τους υπόλοιπους ανθρώπους χαρούμενους. Ονειρευόμουν ταξίδια στο Βορρά, στις κατσουφιασμένες χώρες, στη μουντάδα, στο σκότος. Κλεισμένη στο γραφείο μου, με σφαλιστά πατζούρια, έγραφα για κρύα μέρη και περιπέτειες σε καταπράσινα δάση βορείων χωρών.
Επί πολλά χρόνια αρνούμουν να ταξιδέψω μέσα στη χώρα μου, φοβούμενη το φως, τη λιακάδα, τη ζέστη και τους ανέμελους ανθρώπους. Με τρόμαζε ο δρόμος∙ εκείνος που θυμόμουν μικρή να κοιτάζω απορημένη μέσα απ’ το αυτοκίνητο, όταν πήγαινα διακοπές με τους γονείς μου. Εκείνος ο καυτός υγρός δρόμος που πέρα στην γραμμή του ορίζοντά του έμοιαζε να βράζει και να αχνίζει, δίνοντας μια εντύπωση ρευστότητας. Ω ναι… Αυτό με ανατρίχιαζε σίγουρα.
Συχνά έπαιρνα τα βουνά ψάχνοντας μια ψηλή κορυφή, ένα δάσος ανήλιο να χωθώ και να ξεχαστώ στο σκοτάδι του, ένα παγωμένο ποτάμι να μου δώσει την ηδονή της δροσιάς στο κάμα της ύπαρξής μου. Γιατί αυτό που καιγόταν τελικά, ήταν η ύπαρξή μου. Ήταν η φλόγωση της ύπαρξής αυτή που δεν χωρούσε άλλη ζέστη απ’ έξω. Ήταν όλα εκείνα που με έκαιγαν από μικρή. Το πάθος για ζωή, η υπερβολική συσσωρευμένη ενέργεια, όλα εκείνα που ήθελα να πω, να βγάλω από μέσα μου… Πρόσεχα, θυμάμαι, το λευκό μου δέρμα σαν τσόφλι αυγού μην και σπάσει, μην και ραγίσει από ρυτίδα στο έλεος του ελληνικού ήλιου. Ο ιδρώτας ήταν άγνωστη λέξη κι εμπειρία, και δεν άφηνα ποτέ τις φερομόνες να κάνουν τη δουλειά τους. «Κάποιο λάθος έγινε», μονολογούσα. «Σε λάθος χώρα γεννήθηκα…», έλεγα ξανά και ξανά.
Εκείνο τον χρόνο ήταν που άρχισα να αναθεωρώ. Δεν συμπαθούσα ακόμα τη ζέστη του ελληνικού καλοκαιριού, αλλά η γλυκιά άνοιξη και τα χρώματα και αρώματα της πασχαλιάς ήταν πλέον καλοδεχούμενα. Ήταν τότε που εκείνο το κομμάτι πάγου, στο κέντρο της ύπαρξής μου, άρχισε να λιώνει και να με γαργαλάει ευχάριστα. Τότε που αποφάσισα να ξεκινήσω το ταξίδι∙ να βγω από μέσα μου. Σταδιακά η ιδέα του ήλιου και των ανοιχτών παραθύρων δεν φάνταζε και τόσο τολμηρή. Εκείνο το τελευταίο βράδυ πριν πραγματοποιήσω το γενναίο βήμα προς τη λιακάδα, ένα αηδόνι τραγούδησε όλη νύχτα στο παράθυρό μου. Τραγούδησε όλη μου τη θλίψη κι όλους τους εφιάλτες που είχα καταφέρει να ξορκίσω. Τραγούδησε όλες τις βαριές μου σκέψεις και όλα τα δάκρυα και τα σκοτάδια μου. Η γλυκιά του φωνούλα απάλυνε κάθε σκληρό κομμάτι του είναι μου και κοιμήθηκα πιο όμορφα από ποτέ.
-Eυλαμπία Τσιρέλη-
Βρείτε ολόκληρο το διήγημα στο νέο βιβλίο “Χρόνειρα. Παράξενες Διηγήσεις & αδέσποτα ποιήματα”, που κυκλοφορεί από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.