(απόσπασμα)
“Το κεφάλι του άρχισε να βουίζει και ασυναίσθητα σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό. Ένιωσε το σώμα του πολύ ελαφρύτερο και σα να σηκωνόταν από το παγκάκι. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν η ιδέα του.
“Μα τι διάολο έχω πάθει;” πρόλαβε να πει, τη στιγμή που ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε τρομαγμένος ότι δεν καθόταν πια στο παγκάκι. Είχε αρχίσει να αιωρείται. Τα πόδια του άφησαν τη γη κι άρχισε να ανυψώνεται αργά και σταθερά. Γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε κάτω το έδαφος να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ. Το ζευγάρι από το διπλανό παγκάκι τον κοίταζε σοκαρισμένο. Η κοπέλα, είχε ανασηκώσει τα φρύδια και είχε κλείσει το στόμα της ερμητικά και με τα δυο της χέρια σαν να προσπαθούσε να μη φωνάξει. Ο φίλος της έτρεξε να του πιάσει τα πόδια, αλλά ο άντρας μάζεψε τα γόνατα στην κοιλιά για να μην τον φτάσει. Ήθελε να το ζήσει. Όχι δεν φοβόταν. Το είχε πλέον χωνέψει ότι… πετούσε! Το όνειρο που έβλεπε κάθε βράδυ είχε γίνει πραγματικότητα επιτέλους! Πάντα ένιωθε ότι μπορούσε να πετάξει!Κάθε βράδυ έβλεπε το ίδιο όνειρο: ότι αιωρούταν και σιγά σιγά κέρδιζε ύψος. Έβλεπε τη γη όλο και πιο μακριά από τα πόδια του. Όταν πλέον υψωνόταν αρκετά στον αέρα, άρχιζε να «κολυμπά» με τις κινήσεις που κάνει κάποιος στο πρόσθιο. Έτσι μπορούσε να κινηθεί στο όνειρο. Γρήγορα όμως, ιδιαίτερα αν πήγαινε πολύ ψηλά, άρχιζε να πέφτει κι έπειτα πάλι από την αρχή. Αιωρούταν, υψωνόταν, πρόσθιο και κάτω πάλι.
Έτσι σκέφτηκε ότι και τώρα ίσως θα μπορούσε να κατευθύνει στον αέρα το σώμα του, κάνοντας τις κινήσεις του πρόσθιου. Άρχισε να γελάει. Του φαινόταν τόσο αστείο και τόσο απίστευτο αυτό που ζούσε. Όλοι από κάτω κοίταζαν, σκιάζοντας τα μάτια τους από τον ήλιο, προσπαθώντας να τον διακρίνουν ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου. Τα παιδιά έτρεχαν και του φώναζαν χαρούμενα χαιρετώντας τον. Έγνεψε με το χέρι στα παιδιά κι ένιωσε λίγο σαν τον Σούπερμαν. Γέλασε με την καρδιά του. Έβγαλε τα παπούτσια του γλιστρώντας το ένα πόδι στη φτέρνα του άλλου κι εκείνα έπεσαν με δύναμη μέσα στη λιμνούλα του πάρκου τρομοκρατώντας μερικές πάπιες. Όταν έφτασε αρκετά ψηλότερα από τις κορυφές των δέντρων, άρχισε να ταράζεται λίγο γιατί το ύψος που έπαιρνε μεγάλωνε όλο και πιο πολύ. Για να καθησυχάσει τον εαυτό του, σκέφτηκε ότι ίσως ονειρευόταν, …”
(…)
Ευλαμπία Τσιρέλη
Βρείτε ολόκληρο το διήγημα στο νέο βιβλίο “Χρόνειρα. Παράξενες Διηγήσεις & αδέσποτα ποιήματα”, που κυκλοφορεί από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.