
Inventor of the Isolator: Hugo Gernsback
Δευτέρα, 16 Μαρτίου, 2020
Δευτέρα. Ο ήλιος είναι ψηλά. Η διάθεση έχει λίγο βελτιωθεί από χθες. Ποιος το λέει αυτό, εγώ, που υμνώ μια ζωή το σκοτάδι και την καταχνιά. Δυστοπία με καταχνιά όμως είναι υπερβολικός πλεονασμός, με λιγώνει. Χθες, Κυριακή, ήταν δύσκολα. Έβρεχε ασταμάτητα, παντού σκοτάδι, όλοι κακοδιάθετοι έγραφαν φωναχτά. Κατηγορούσαμε ο ένας τον άλλον. Μια βρίζαμε, μια γελούσαμε. Διπολικότητα παντού. Δεν μπορώ να πω ότι δεν νιώθω μια οικειότητα…
Φοράω φόρμες, βάζω το κίτρινο μπουφάν -δεν θέλω να φορέσω μαύρο- ποιος, εγώ. Στη μια τσέπη βάζω την κάρτα, δεν θέλω να πιάνω χρήματα, στην άλλη το κινητό και τα πλαστικά γάντια. Έχω ξεσηκώσει όλες τις σειρές και ταινίες με καραντίνες και πανδημίες και ξέρω τι να κάνω. Η σκέψη ό,τι και να γίνει, εγώ θα επιζήσω έχει πάρει χολυγουντιανή διάσταση μέσα μου, πέμπτη μέρα καραντίνας και ήδη υπάρχει νοητική διαρροή.
Ανοίγω πόρτες με την πλάτη, πατάω κουμπιά με τον αγκώνα. Βγαίνω έξω. Όλα μοιάζουν φυσιολογικά. Ένα αστικό λεωφορείο χωρίς κόσμο μεσημεριάτικα, είναι το πρώτο σημάδι του νέου, αλλόκοτου κόσμου. Οι γάτες λιάζονται. Μια πινελιά κανονικότητας.
Ησυχία. Κανείς, πουθενά, ούτε στο μπαλκόνι. Το σχολείο της γειτονιάς, άδειο. Φτάνω στον χασάπη. Ένας πελάτης μέσα, και άλλοι δύο απ’ έξω περιμένουν τηρώντας την απόσταση ασφαλείας. Φοράω τα γάντια μου, έχω στη μασχάλη τη σακούλα πολλαπλών χρήσεων. Τρέχει η μύτη μου από την ανηφόρα που ανέβηκα αλλά δεν θα τη σκουπίσω. Μια δυο ρουφηξιές, και τέσσερα μάτια με κοιτάνε καχύποπτα πλαγίως. Δεν είναι η καταρροή στα συμπτώματα, σκέφτομαι.
Μπαίνει ο επόμενος στο κρεοπωλείο. Κολλάει το σύστημα πληρωμής με κάρτα. Ο χασάπης προειδοποιεί ότι δεν μπορούμε να πληρώσουμε παρά μόνο με μετρητά.
Πίσω στο σπίτι, κατηφόρα, σκάλα -δεν χρησιμοποιώ ασανσέρ- λεφτά με γάντια χωρίς να ακουμπήσω τίποτα άλλο, και πίσω στο κρεοπωλείο. Ένα μέτρο απόσταση από το ταμείο, αφήνω τα χρήματα, κοιτάζω τον πάγκο, είναι μεταλλικός. Φρικάρω. Στη μεταλλική επιφάνεια ο ιός παραμένει για δώδεκα ώρες, θυμάμαι. Παίρνω ρέστα, τα τσαλακώνω όπως όπως στην τσέπη.
Φτάνω στο συνοικιακό σούπερ μάρκετ. Pandemia party. Όλοι μαζί, σχεδόν αγκαλιά, οι παππούδες φτύνουν σακούλες να ανοίξουν, βήχες, χαμηλό ταβάνι, κλειστές πόρτες. Δεν κάνω βήμα μέσα. Κανονική αυτοκτονία, σκέφτομαι. Πηγαίνω στο μανάβικο-μπακάλικο. Πινακίδα προειδοποιεί: «ένας ένας στο κατάστημα». Εδώ είμαστε, λέω, δικοί μας άνθρωποι. Ένας γιατρός στην αναμονή με πληροφορεί για διάφορα fake news. Παίρνω τις απαντήσεις που θέλω μέχρι να έρθει η σειρά μου.
Μπαίνω. Ψωνίζω, είμαι ανάμεσα σε φρέσκα, μυρωδάτα φρούτα και λαχανικά. Τα κρατώ στα χέρια μου. Ζωή, σκέφτομαι, μα το γάντι δεν μ’ αφήνει να τη νιώσω. Για λίγο αισθάνομαι σαν ανδροειδές. Χειρουργικές κινήσεις, όλα μελετημένα, γρήγορα, χωρίς συναίσθημα. Όλοι με μάσκες, όλοι με γάντια. Ένα διπλό συναίσθημα ανακούφισης, που ο πληθυσμός προσαρμόζεται, και απέχθειας, για τη μετάλλαξη αυτή της κανονικότητας. Και κάτι άλλο, πιο βαθύ… μια κρυφή, ένοχη χαρά που η ζωή έχει διαταραχθεί. Ίσως ήρθε η ώρα για το reset που σκέφτομαι εδώ και χρόνια. Για το μεταίχμιο εκείνο που θα φέρει έναν καλύτερο κόσμο. Με αυτές τις σκέψεις γεμίζω το καλάθι μου και αναρωτιέμαι τι διάολο πάει στραβά με μένα. Οι αγκώνες, εν τω μεταξύ, έχουν γίνει ξαφνικά το πιο πολύτιμο σημείο του σώματος. Πληρωμή πάλι σαν να είναι τα λεφτά τοξικά απόβλητα.
Δίπλα, στο φαρμακείο, για panadol, προληπτικά. Μας είπαν ότι μόνο παρακεταμόλη θα κάνει δουλειά. Έχω μάθει όλες τις ουσίες πια. Ένα τραπεζάκι φράζει την πόρτα του φαρμακείου. Εξυπηρετείσαι απ’ έξω. Παραγγέλνω, αφήνω τα χρήματα στο τραπεζάκι, η φαρμακοποιός φέρνει το φάρμακο, ψεκάζει τα λεφτά μου, τα αφήνει σε έναν κουβά, μου δίνει απολυμασμένα ρέστα. «Ξέπλυμα κανονικό ε;» λέω. Ευτυχώς, γελάει. Θα γελάει και μετά από δύο εβδομάδες; αναρωτιέμαι. Εγώ θα κάνω αστεία τότε; Οι κινήσεις μας είναι σχεδόν αναμενόμενες, λες και το έχουμε ξανακάνει όλο αυτό. Δεν το έχουμε ξανακάνει, αλλά είναι η μόνη πραγματικότητα που έχουμε. Ο μόνος τρόπος. Και πρέπει να τον κάνουμε αμέσως δικό μας. Αdaptation λέγεται. Η προσαρμοστικότητα, η γνώση και η ψυχραιμία είναι η αγία τριάδα της επιβίωσης.
Επιστρέφω σπίτι. Στον δρόμο, μια γάτα ξαπλώνει πάνω στη ζεστή άσφαλτο με απόλαυση και με κοιτάει ειρωνικά. Κοιτούν οι γάτες ειρωνικά; Ναι, κοιτούν!
Στο σπίτι, συνεχίζεται η χειρουργική διαδικασία. Αφήνω τα ρούχα του εξωτερικού σε ξεχωριστό μέρος. Βάζω τα λεφτά σε μια πλαστική σακούλα, βγάζω γάντια και αδειάζω όλες τις πλαστικές συσκευασίες και τα φρούτα και λαχανικά στον νεροχύτη. Τα πλένω με σφουγγάρι και σαπούνι σχολαστικά. Τα σκουπίζω, μπαίνουν όλα στη θέση τους. Σκέφτομαι πως θα μπορούσα να ψωνίζω για άλλους που έχουν ανάγκη –επαγγελματίας ψωνιστής, γελάω- όμως έτσι θα έβαζα σε μεγαλύτερο κίνδυνο τον εαυτό μου έτσι; Ναι. Πιάνω έναν ανώτερο εαυτό να με κρίνει. Του κλείνω στα μούτρα την πόρτα.
Σήμερα μαγειρεύω μπιζέλια με κοτόπουλο και καρότο. Έχω να διορθώσω κείμενα, να γράψω, να διαβάσω και, ίσως αργότερα, να ασχοληθώ με τον πηλό μου. Συχνά νιώθω ότι είναι όνειρο ή ότι παίζω σε ταινία ή ότι είμαι μέσα σε κάποια ιστορία που κάποιος γράφει. Ποιος ξέρει. Πάντως, αν όλα πάνε καλά, εγώ δεν θα ξαναγράψω δυστοπία. Τουλάχιστον, όχι φαντασία…
Υπό κίνδυνο, λένε, το ίντερνετ, λόγω αυξημένης χρήσης. Βιάζομαι ν’ ανεβάσω το κείμενο. Αν κοπεί η επικοινωνία να ξέρετε: Ο ουρανός είναι καθαρός. Ίσως το βράδυ φαίνονται τ’ αστέρια. Ο ουρανός είναι η μόνη σταθερά. Τα μάτια μας ψηλά. Όλα θα πάνε καλά. Κι αν δεν πάνε, ίσως κάτι καλό έρθει αργότερα. “Μακροπρόθεσμη αισιοδοξία” το λένε.
©Ευλαμπία Τσιρέλη
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.