
Inventor of the Isolator: Hugo Gernsback
Τετάρτη, 8 Απριλίου, 2020
Κοντεύει μήνας στην καραντίνα. Η ζωή μας κυλάει σε άλλους ρυθμούς. Λίγο πολύ, έχουμε όλοι προσαρμοστεί. Στην ερώτηση “τι κάνεις;”, οι άνθρωποι δεν απαντούν πια εκείνο το αυτόματο και μηχανικό “καλά”, αλλά αναλύουν πραγματικά τι κάνουν και πώς νιώθουν. Το θεωρώ πολύ θετικό αυτό. Μια βαθμίδα ανθρωπινότητας, ακόμα κι αν φαίνεται ότι έχουμε τελείως απανθρωπιστεί και αποκοινωνικοποιηθεί μέσα στα σπίτια μας.
Παράδοξο, αλλά θα έλεγε κανείς πως γίναμε πιο ανθρώπινοι. Φρενάραμε λίγο την ιλιγγιώδη ταχύτητα του ζην, εκείνη την αλλόκοτη τρέλα του να τα προλάβουμε όλα. Η ζωή μάς ανάγκασε να σταθούμε και να ρωτήσουμε τον άλλο αν πραγματικά είναι καλά. Να κοιτάξουμε τον κόσμο από το παράθυρο. Πόσες φορές πριν είχες σταθεί στο παράθυρο να παρατηρήσεις τη γειτονιά σου, τον γείτονα; Τα δέντρα και τα πουλιά; Τον ουρανό;
Ο παρατηρητής γίνεται σκεπτόμενος. Ο σκεπτόμενος, σοφαίνει. Ο σοφός, πράττει.
Δεν έχω να γράψω κάτι πολύ πρακτικό, δεν βγαίνουμε ιδιαίτερα από το σπίτι, ζούμε περισσότερο μέσα στο κεφάλι μας αυτόν τον καιρό κι όμως μου φαίνεται πολύ ουσιαστικό, για ένα διάστημα τουλάχιστον, να γίνεται αυτό. “Πόσες ζωές έχουμε ζήσει μέσα στο κεφάλι μας λίγο πριν κοιμηθούμε. Τότε, που σκεφτόμαστε όλα τα αν”, έχω γράψει σε ένα βιβλίο μου. Και, σίγουρα, τώρα είναι ο καιρός του αν. Ο καιρός που σκεφτόμαστε όλες τις εναλλακτικές της ζωής μας. Τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει. Τι θα γινόταν αν το είχαμε κάνει τελικά. Και, ίσως, κάποιοι μετά από αυτή την κατάσταση πάρουν πιο ώριμες αποφάσεις, διορθώσουν καταστάσεις, πάρουν το θάρρος να αλλάξουν κάτι που δεν επέλεξαν συνειδητά ή εκτιμήσουν τελικά την επιλογή που έκαναν.
Κι είναι και οι αναμνήσεις που έρχονται, αναμνήσεις που δεν ήξερες ότι έχεις μέσα στο κεφάλι σου ε; Και ξεπηδούν μία μία και ανακαλύπτεις τι θησαυρούς ή τι τέρατα έκρυβες εκεί μέσα. Και αλίμονο αν είναι 3 και 4 η ώρα το ξημέρωμα…
Ή αναμνήσεις από όνειρα, που μπερδεύονται με τις κανονικές. Δεν ξέρω αν σου συμβαίνει αυτό. Εγώ πάντα έβλεπα πολύ ζωντανά όνειρα κι έχω αναμνήσεις από αυτά. Συχνά, μάλιστα, μπέρδευα και μπερδεύω ακόμα αναμνήσεις ονείρων με αναμνήσεις της πραγματικής ζωής όταν πρόκειται για πολύ παλιά πράγματα. Στο βιβλίο που γράφω τώρα, λέω -μεταξύ άλλων- πως “σχεδόν ποτέ οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας δεν είναι αληθινά ατόφιες. Πάντα είναι ενισχυμένες από το φαντασιακό μας, από τη συναισθηματική φόρτιση της στιγμής κατά την οποία ανακαλούμε την ανάμνηση, από την πρακτική ανάγκη ή την ψυχική ανάγκη ενδεχομένως που θέλουμε να καλύψουμε ανακαλώντας την”.
Θυμάμαι πολύ παλιά πράγματα με μεγάλη λεπτομέρεια τελευταία. Πράγματα που δεν ήξερα ότι υπήρχαν μέσα στο κεφάλι μου. Ότι ήταν, ας πούμε, ένα χειμωνιάτικο πρωί, τρίτη δημοτικού, όταν πήγα στο σχολείο με ένα κίτρινο κασκόλ της θειάς μου, πολύ όμορφο. Είδα την πλέξη, τα κροσάκια, μου ήρθε στη μύτη μου ακόμα και η μυρωδιά. Είχε ένα χρώμα κίτρινο, διακριτικό. Ήσυχο. Και ήταν πάρα πολύ απαλό όπως τύλιγε τον λαιμό μου, εκείνο το παγωμένο πρωί. Θυμήθηκα ακόμα και το σκοτάδι του πρωινού, πόσο δεν ήθελα να πάω στο σχολείο, εκείνο το αίσθημα του ζορίσματος να κάνεις κάτι που δεν θέλεις καθόλου – εξάλλου, ποτέ δεν μου άρεσε το πρωί, ούτε τώρα μου αρέσει, αγριεύομαι όταν πρέπει να ξυπνήσω τα χαράματα. Κι έπρεπε να το προσέχω σαν τα μάτια μου μην το χάσω ή το ξεχάσω, γιατί ήταν δανεικό κι η θειά μου τα πρόσεχε πολύ τα πράγματά της. Κι εγώ, για να μην το χαλάσω, στο διάλειμμα δεν το φορούσα και κρύωνα. Και πολύ άγχος το είχα μη μου το κλέψει κανείς και στο σχόλασμα μην το ξεχάσω εκεί όπου το είχα παραχώσει, κάτω από το θρανίο. Και μεγάλη ανακούφιση είχα όταν το επέστρεψα και, παρόλο που ήταν πολύ όμορφο και μυρωδάτο και απαλό, το άγχος που μου προκάλεσε με έκανε να μην θέλω να το ξαναφορέσω -αν και η θεία ήταν ξεκάθαρο πως είχε αναγκαστεί να μου το δώσει και δεν θα το ξανάκανε.
Ίσως το κασκόλ είναι η αγκαλιά, ίσως η ζεστασιά η ανθρώπινη, ίσως και ένα άγχος, μια εκκρεμότητα, ίσως να μην το έζησα ποτέ, ίσως να έφτιαξα αυτή την ανάμνηση για να καλύψω κάτι δυσάρεστο που είχε συμβεί εκείνη τη μέρα τότε ή ίσως να το είδα παλιά στο όνειρό μου -αν έγινε αυτό, οι λεπτομέρειες είναι καταπληκτικές και το μυαλό μας ακόμα πιο καταπληκτικό.
Κατά τα άλλα, τα εξωτερικά της πραγματικότητάς μας, εξακολουθούμε να κινούμαστε με αριθμούς, γάντια και μάσκες, με λίγο φόβο. Τα βράδια βλέπουμε με κάμερα τους φίλους μας, γινόμαστε ψηφιακές παρέες και πίνουμε μπυρίτσες και γελάμε. Στα μάτια μας έχουμε όλοι μια θλίψη. Όχι γιατί πιστεύουμε ότι θα πεθάνουμε ή ότι δεν θα ξαναβγούμε από το σπίτι, αλλά γιατί συνειδητοποιούμε πόσο σημαντικοί είμαστε εν τέλει ο ένας για τον άλλον. Και πόσο σημαντικές είναι οι πραγματικές αναμνήσεις, αυτές που σου δίνουν υπόσταση, που χτίζουν ζωή, που λένε την ιστορία σου.
©Ευλαμπία Τσιρέλη
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.