
Στης Σαμοθράκης τις ακτές, / φυσά ένας τρομερός αέρας∙ / γέμισε ο τόπος μυρωδιές, / ταράζονται οι φυλλωσιές /και άλλαξε η ροή της μέρας.
Σαν μυστικά από αλλού / ψιθύρισε η θάλασσά της / και σαν τα κύματα βροντούν, / πάνω στα βότσαλα ηχούν, / αρχαίοι ύμνοι στα ρηχά της.
Καβείρων θρύλοι χάνονται / στα άδυτα των φαραγγιών της / και στα ψηλά των ποταμών, / ΄λαφροπατημασιές χορών, / των Νηρηίδων, των παιδιών της.
Ποια δάση, ποιες βουνοκορφές / περπάτησαν οι μυημένοι. / Σε ποιους βωμούς, σε ποια ιερά / θυσίασαν εκστατικά / σ’ αυτή τη γη τη μαγεμένη.
Ποιοι δαίμονες και ποιοι θεοί / την έσπειραν με αγιοσύνη. / Αχ δε χωρούν εδώ θνητοί, /αμύητοι, περαστικοί, / που της ταράζουν τη γαλήνη.
©Ευλαμπία Τσιρέλη
Το καράβι πλησίαζε στο λιμάνι ενός επιβλητικού βουνού στη μέση της θάλασσας. Το τρομερό όρος Σάος ορθωνόταν προκλητικά κι ένιωσα ένα αεράκι να μου μεταφέρει τους ψιθύρους του. «Εξερεύνησέ με». Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που είχα μπροστά μου τη Σαμοθράκη.
Ψάχνοντας να καλύψω ένα ενδιαφέρον θέμα αφού σχεδόν όλα είχαν ήδη ειπωθεί για τη Σαμοθράκη, αγόρασα ένα βιβλίο με παραδόσεις κι έθιμα του νησιού. Το επόμενο πρωί. δεν είχα ανοίξει ακόμα το βιβλίο, μετά το πρωινό στο κάμπινγκ, είδα σε μια κολώνα του δρόμου μια αφίσα με ένα αυτοσχέδιο σκίτσο, ένα σχεδιάγραμμα που υποδείκνυε πώς μπορεί να φτάσει κανείς σ’ ένα σπίτι επάνω στη πανέμορφη Χώρα το οποίο σε προκαλούσε για ένα «ταξίδι στον χρόνο» όπως έγραφε. Παραξενεύτηκα αρκετά και μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το προγραμμάτισα για το επόμενο πρωί. Το απόγευμα, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, με μεγάλη χαρά ανακάλυψα την τεράστια σύμπτωση η συγγραφέας του βιβλίου που είχα αγοράσει, να είναι η ιδιοκτήτρια εκείνου του σπιτιού πάνω στη Χώρα.
Στο σπίτι-μουσείο
Το σπίτι, ξεχασμένο απ’ τον χρόνο, πέτρινο, γεμάτο αναμνήσεις, παλιά σκεύη, φωτογραφίες, έπιπλα. Όλο με αγάπη φτιαγμένο από την ιδιοκτήτρια του, τη Σαμοθρακίτισσα κ. Μαρία Βερβέρη-Krause, ξενιτεμένη χρόνια στη Γερμανία. Η κ. Μαρία μού εξήγησε πως ερχόταν στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι για να στήσει το προσωπικό της μουσείο, μεταφέροντας όλα εκείνα τα πράγματα κάθε χρόνο από την Αλεξανδρούπολη -όπου κατοικούσε η μητέρα της- στη Σαμοθράκη. Στα τέλη του καλοκαιριού, τα μάζευε πάλι όλα και τα πήγαινε πίσω στην Αλεξανδρούπολη. Έτσι, εκτελώντας ένα χρέος προς τον τόπο της, όπως ένιωθε, είχε φτιάξει ένα μικρό λαογραφικό κινητό μουσείο.
Ξεκίνησε την ξενάγηση στο μαγικό αυτό σπιτάκι ανεβάζοντάς με στον επάνω όροφο. Εκεί, άρχισε να μου τραγουδά ένα νανούρισμα που έλεγαν οι μανάδες στα παιδιά τους για να ηρεμήσουν και να κοιμηθούν, ενώ παράλληλα περιέγραφε τα λόγια με κινήσεις του σώματος και βλέμμα χαμένο στα παλιά. «Σουπάτι, σουπάτι κι’ αρχόντιν βιρβιλούδις στου Δισπότ’ τη βρύση, λούζουντι χτινίζουντι κι στραβουφακουλίζουντι. Κι ακουνούνι τις μαχαίριες για να σφάξουν τις μητέρες. Κι ακουνούνι τα σπαθιά για να σφάξουν τα παιδιά!» Και συνεχίζει στο βιβλίο της: «Αυτό βέβαια δεν ήταν νανούρισμα, αλλά φοβέρα. Μ’ καλά καταλαγιάζαν τα φνούδια να κμηθούν; Δε καταλαγιάζαν, γιάκου οι μάνις τα φουουφίζαν. Μάαβιιζι του μάτι τα απ’ ντ’ ακατακαθσιά» (Δεν ησύχαζαν τα ζωηρά παιδιά να κοιμηθούν, γι’ αυτό οι μητέρες τα φοβέριζαν. Απελπίζονταν απ’ τη ζωηράδα τους)». Σύμφωνα με το τραγούδι, οι βερβελούδες ήταν γυναίκες, κάτι σαν νεράιδες, που έρχονταν από μακριά. Στραβοφακολίζονται, περιποιούνται το κεφάλι τους, φορούν φακιόλι (μαντήλα), άρα είναι μεγάλης ηλικίας.
Τοπονύμια
«Σε εκείνον τον βράχο εκεί ψηλά που βλέπεις, είναι της Αλεπούς τα Πηγάδια. Όταν ήμασταν παιδιά μάς λέγανε ότι έρχεται η αλεπού, πίνει νερό, και μετά κάθεται στο καφενείο της και πίνει καφέ. Εμείς όλο πηγαίναμε να τη βρούμε, αλλά αλεπού δεν βλέπαμε. Τώρα πια δεν υπάρχει μονοπάτι για να πας», μου είπε η κ. Μαρία γελώντας. Επίσης μου διηγήθηκε δυο ιστορίες, απ’ τις οποίες πηγάζουν τα τοπωνύμια του Φονιά και της Γριάς Βάθρας. Υπάρχουν βέβαια πολλές εκδοχές σχετικά με την καταγωγή των ονομάτων, αλλά η κυρία Μαρία επέμενε ότι αυτές είναι οι αληθινές. «Μια μέρα δυο ψαράδες ψάρευαν στη θάλασσα, εκεί ακριβώς που εκβάλλει ο ποταμός Φονιάς. Ξαφνικά έπιασε τρομερό μπουρίνι και, επειδή φούσκωσε πολύ η θάλασσα, οι ψαράδες έτρεξαν να προστατευθούν στο φαράγγι του Φονιά. Το λάθος όμως ήταν μοιραίο. Το βουνό κατέβασε λάσπη και το ποτάμι όρμησε και παρέσυρε του άτυχους ψαράδες». Όσο για τη Γριά Βάθρα, «πήρε το όνομά της αφότου έπνιξε μια γριά που έσκυψε να πιει νερό και γλίστρησε μέσα της. Είχε και το κοπάδι της μαζί. Αυτή πνίγηκε και τα κατσίκια σκόρπισαν. Αργότερα τη βρήκαν κάτω στη θάλασσα, εκεί που εκβάλλει η Γριά Βάθρα. Και μάλιστα έτσι κατάλαβαν οι ντόπιοι ότι το ποτάμι βγάζει στη θάλασσα». Πιθανολογούν πως το ποτάμι μετέφερε τη γριά υπογείως ως εκεί. Τα δυο αυτά ποτάμια έχουν σκοτώσει πολύ κόσμο, γιατί είναι πολύ ορμητικά και τα βράχια τους πολύ γλιστερά.
Μου είπε κι άλλες πολλές ιστορίες για την καθημερινότητα και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτού του νησιού που συνδυάζει την αρχαιότητα, τους θρύλους και την ιστορία. Εγώ είχε την ιστορία που ήθελα, κι εκείνη βρήκε ένα πρόθυμο αυτί να ακούσει όλα εκείνα που ποθούσε να πει και να μεταδώσει για τον τόπο που τόσο αγαπούσε.
«…Δεν αφήναμε τη μητέρα μας να ανοίξει το παναθύρ’ (παράθυρο), γιατί στο πολύ φως οι ανεμώνες μας μαδούσαν γρήγορα, ενώ στο σκοτάδι ‘μέναν μπουμπουκιασμένες για πολλές μέρες. Είχα προσέξει, πως η ηλιαχτίδα που έμπαινε απ’ τη χαραμάδα του παραθυριού, πάνω στα λουλούδια, φαινόταν σαν την «Κυρασουλένη» (Ουράνιο Τόξο). Λένε, άμα βγει Ουράνιο Τόξο αλλάζει ο καιρός. Άραγε θα ξαναδούμε εμείς το Ουράνιο Τόξο πάνω απ’ τα λουλούδια μας στο πατρικό μας σπίτι; Άραγε θα ‘ρθούνε οι όμορφοι και ξέγνοιαστοι καιροί ή θα μας πάρ’ ο άνεμος όπως τη φλόγα απ’ το κερί;» (Η κ. Μαρία σε γράμμα προς την αδελφή της το 1974)

Πηγές:
- Σαμοθρακίτικα Ανεμοχάδια, Μαρίας Βερβέρη- Krause. Γ’ έκδοση 2005.
- Έθιμα και παραδόσεις της Σαμοθράκης, ό.π., Β’ έκδοση 1999.
- Σαμοθράκη. Οικοτουριστικός Οδηγός, Γρηγόρη Τσούνη. Έκδοση Δήμου Σαμοθράκης 2002.
Το παρόν αποτελεί μέρος ταξιδιωτικού άρθρου που πρωτοδημοσιεύτηκε -πολύ πιο εμπλουτισμένο- το 2005 στο περιοδικό Μυστική Ελλάδα κι έκτοτε αναδημοσιεύθηκε από πολλά blogs και περιοδικά. Σήμερα, το σπίτι-μουσείο είναι το επίσημο λαογραφικό μουσείο της Σαμοθράκης

