
Τι στέκεις, φίλε μου, μαρμαρωμένος και κοιτάς;
Σε ξένα χέρια το τιμόνι της ζωής παράτησες, το ξέρεις.
Βάρκα που ξέμεινε και ρίζωσε,
στεριά ο θυμός σου,
μπροστά στη θέα του γαλάζιου να λιγώνεται,
μα αλμύρας στάλα να μη γεύεται ποτέ.
Αλήθεια, τι μαρτύριο οι βάρκες στις στεριές να πλέουν.
Ακούνητες, ασάλευτες…
Να σκάνε από τον ήλιο, να χορταίνει το σαράκι.
Νεκρές να ζουν και να πεθαίνουν.
Τι στέκεις, φίλε μου, μαρμαρωμένος και κοιτάς;
Ο προορισμός σου άλλος ήτανε, το ξέρεις.
Ξέμεινες ριζωμένος κι επέτρεψες στα άλλα τα καράβια
να σε περιγελούν, κουνώντας το μαντήλι.
Τι κλαις, λοιπόν, και με κοιτάς;
Θαρρείς τα δάκρυα σου είναι ικανά να φτιάξουν θάλασσες;
Να μη γελιέσαι. Ίσως τις ρίζες σου ίσα λίγο να ποτίσουν.
Η Βούλα Μουταφτσή ζει και γράφει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium. Συμμετέχει στην ανθολογία διηγημάτων “Ιστορίες του Άλλοτε“. Πειραματίζεται εξίσου με την ποίηση και την πεζογραφία. Το ποίημα βασίζεται σε άσκηση του Εργαστηρίου.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.