
Κάθε Halloween, θυμάμαι εκείνο το Halloween στη Σκωτία. Πριν ακριβώς 14 χρόνια (είναι τρομακτικό πώς περνούν). Εκεί όπου γεννήθηκε αυτή η γιορτή, με τις κελτικές ρίζες, που τόσο πολύ έχει μεταλλαχθεί στις μέρες μας, λόγω των έντονων αμερικανικών προσθηκών και αλλαγών που έχει υποστεί με το πέρασμα των χρόνων. Εκεί, λοιπόν έζησα για λίγο αυτή τη μαγική νύχτα -που δεν ξέρω αν ήταν φορτισμένη από τη δική μου φαντασία, από τον επί αιώνες τελετουργικό εορτασμό της σε εκείνα τα χώματα ή από την αρκετά μελαγχολική μου διάθεση τότε λόγω κάποιων δυσκολιών που είχα στη ζωή μου.
Βίωσα κάτι πολύ πρωτόγνωρο. Βίωσα το συναίσθημα του “ανάμεσα”. Του πόσο εύθραυστος είναι ο κόσμος. Του πόσο κοντά μας και μέσα μας είναι το σκοτάδι. Του πόσο γοητευτικό και δημιουργικό είναι το σκοτάδι. Του πόσο κοντά μας κάθε μέρα, κάθε νύχτα, είναι ο θάνατος, αλλά και η αναγέννηση. Του πόσο κύκλος είναι όλα. Εκείνη τη νύχτα μπορώ να πω ότι ένιωσα, ότι γνώρισα -κατά έναν περίεργο τρόπο- πως δεν υπάρχει τέλος, ότι όλα στη φυσική τάξη του κόσμου είναι κύκλος και σπείρα.
Η αρχαία λέξη της γιορτής αυτής, ήταν “Σόουιν” (Samhain = Νοέμβρης ή το τέλος του καλοκαιριού). Σηματοδοτούσε το τέλος του καλοκαιριού και την αρχή του κελτικού Νέου Έτους. Τον θάνατο, δηλαδή, μιας εποχής (του καλοκαιριού) και τη γέννηση μιας άλλης (του χειμώνα).
Σύμφωνα με τον μύθο, τη νύχτα του Σόουιν, της 31ης Οκτωβρίου, οι θεοί κατέβαιναν στη γη και προκαλούσαν αναστάτωση στους θνητούς. To πέπλο που χώριζε τους δύο κόσμους εκείνη τη νύχτα γινόταν πολύ λεπτό και διαπερατό. Αν και ο θάνατος είναι ο κεντρικός πυρήνας της γιορτής, δεν σημαίνει ότι πρόκειται για ένα μακάβριο γεγονός -εξάλλου, ο θάνατος δεν προκαλούσε ποτέ φόβο στους Κέλτες, παρά ήταν ένα σημείο επανεκκίνησης, αναγέννησης, μετάβασης.
Η γιορτή αυτή εκτός από τον θάνατο, είχε να κάνει και με το πέρασμα από μια φάση της ζωής σε μιαν άλλη, όσον αφορά τις σχέσεις, την εργασία, και άλλες σημαντικές μεταβάσεις στη ζωή των ανθρώπων. Οι υπαίθριες φωτιές έπαιζαν σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια των εορτασμών. Λέγεται πως οι χωρικοί έριχναν τα κόκαλα των σκοτωμένων ζώων στις φλόγες κι έπειτα, όταν η φωτιά δυνάμωνε, κάθε οικογένεια έπαιρνε με έναν δαυλό φωτιά για την οικογενειακή εστία. Έτσι δένονταν μαζί όλες οι οικογένειες του χωριού. Οι φωτιές αυτές ονομάζονταν Mπόνφαϊρς (Bonfires :bone-κόκαλο+fire-φωτιά). Όλοι συνήθιζαν να κάθονται γύρω απ’ την Μπόνφαϊρ και να λένε ιστορίες. Οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν σε φαντάσματα για να υποδεχτούν τους νεκρούς που μετέβαιναν στον κόσμο μας. Αυτό γινόταν ώστε να μην αναγνωρίσουν οι νεκροί τους ζωντανούς και τους βλάψουν. Ήταν δηλαδή ένα είδος “καμουφλάζ”.
Η κολοκύθα, γνωστή ως “Τζακ ο Λάντερν” (jack-o’lantern), είναι Αμερικανικό έθιμο, όσον αφορά τη χρήση της κολοκύθας καθ’ αυτής. Κατά το παλαιό όμως Ιρλανδικό έθιμο, εκείνη τη νύχτα οι άνθρωποι σκάλιζαν σε ένα ρεπάνι ανθρώπινα χαρακτηριστικά και μέσα τοποθετούσαν ένα αναμμένο κερί. Το φαναράκι αυτό είχε διπλό ρόλο: Πρώτον, το φως που άναβε μέσα του καθοδηγούσε τους νεκρούς προγόνους, που εκείνη τη νύχτα περιδιάβαιναν στον κόσμο μας για να συναντήσουν τους συγγενείς τους, ώστε να μην χάσουν τον δρόμο τους και, δεύτερον, για να τρομάξουν κακόβουλες υπερφυσικές δυνάμεις.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία του Halloween που τελευταία ήρθε και στη χώρα μας, και καλό είναι να γνωρίζουμε τι ακριβώς εορτάζουμε.