
Η Δάφνη παρατήρησε μέσα από το παράθυρο του τρένου το τοπίο να αλλάζει, την εικόνα της πόλης να θολώνει καθώς απομακρυνόταν σιγά – σιγά. […] Αισθανόταν φόβο αλλά και περιέργεια μαζί, όπως όταν ανοίγεις τα φτερά σου για πρώτη φορά, και αφήνεις το χάος να σε καλωσορίσει, να σε αποδεχτεί. […]
Είχε φτάσει στον τελικό της προορισμό: την Αθήνα. Καθώς κατέβαινε από το τρένο, ένιωσε κυριευμένη από άγχος. Στον σταθμό επικρατούσε σύγχυση. Εκατοντάδες κόσμου πηγαινοέρχονταν. Ταξιδιώτες, εργαζόμενοι, οικογένειες με αποσκευές. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν την εμπόδισε να εντοπίσει ένα ζευγάρι μαύρα μάτια να την καταβροχθίζουν από μακριά. Κάτι τη μαγνήτισε. Πλησίασε. […]
Στεκόταν μπροστά της σαν σκιά. Κανείς απ’ τους δυο δεν μίλησε. Ήταν ψηλός και φορούσε ένα μαύρο παλτό που έφτανε ως τα γόνατα. Τα μαλλιά του είχαν ελαφρώς γκριζάρει κι έπεφταν στα μάτια του. Τα μάτια του… έμοιαζαν ήρεμα και καθησυχαστικά, αλλά το ρίγος που τη διαπέρασε έλεγε το αντίθετο. Ο άντρας την αγκάλιασε. «Καλώς ήρθες», της ψιθύρισε με ήρεμη και σταθερή φωνή. Το κορίτσι απάντησε με ένα νεύμα.
Περπάτησαν μαζί καθώς ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τις τσιμεντένιες πολυκατοικίες της Αθήνας. [..]
Εβίτα (Τμήμα Εφήβων 2025) Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium
(εικόνα: lil artsy pexels.com)