Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.
Ο μπαμπάς έπρεπε να βρει τις καλύτερες καλαμιές. Μακριές και όχι πολύ γεμάτες, σχεδόν ξερές, ώστε να μην είναι βαριές. Όσο γινόταν πιο ίσιες, χωρίς ατέλειες. Ο χαρταετός έπρεπε να είναι οπωσδήποτε ο μεγαλύτερος και ο πιο δυνατός! Ήταν ζήτημα τιμής.
Η μαμά διάλεγε το ρυζόχαρτο για το κυρίως σώμα. Χρωματιστό, πανάλαφρο, μπόλικο, να έχουμε και για τις τρύπες μπαλώματα αν χρειαζόταν. Τα αδέρφια μου, τον σπάγκο, την κόλλα, τα εργαλεία.
Αφού ο μπαμπάς έφτιαχνε με τ’ αγόρια τον σκελετό -τρία καλάμια, μαστορικά σκαλισμένα, με εγκοπές, δεμένα με σπάγκο, να σχηματίζουν ένα τέλειο, γερό κι ακούνητο εξάγωνο- κολλούσαν με τη μαμά το χαρτί.
Κι έπειτα, η στιγμή που περίμενα καρτερικά, η δουλειά που με αφορούσε: το πλέξιμο της ουράς! Η ουρά έπρεπε να είναι πάρα πολύ μακριά, γερή, όμορφη, αυτή που θα σήμαινε ότι, για μια ακόμη χρονιά, θα είμαστε γεροί και δυνατοί. Εκατοντάδες λωρίδες χρωματιστού χαρτιού στριμμένες και πλεγμένες στον σπάγκο. Πολλές φορές μάς έπαιρνε και μια εβδομάδα να την ολοκληρώσουμε, αναλόγως πόσο δουλεύαμε. Θυμάμαι ακόμα, έχω καθαρά στ’ αυτιά μου, τον θόρυβο που έκαναν οι λωρίδες χαρτιού όταν μετακινούσαμε την ουρά. Κάτι σαν συνεχές κύμα πάνω στα βότσαλα, ή φύσημα του αέρα μέσα από πυκνές φυλλωσιές. Πόσο παράξενο να θυμόμαστε τόσο καθαρά ήχους και μυρωδιές ύστερα από τριάντα περίπου χρόνια…
[Καθαρά Δευτέρα]
Ο μπαμπάς, πριν την αναχώρησή μας για το βουνό, έπρεπε να εξετάσει με σχολαστικότητα ιατροδικαστή, τον χαρταετό μας. Κάποιο στραβό ένωμα, κάποιο λάθος δέσιμο, κάποιο σχίσιμο στο χαρτί, την τελειότητα της ουράς. Πόσο, θυμάμαι, αδημονούσα να δω την ουρά να υψώνεται και να λικνίζεται σαν ουρά δράκου στον ουρανό!
Μαζί με τ’ αγόρια, τρέχοντας, τον σήκωναν στον αέρα, και τότε! Και τότε ξεκινούσε η περιπέτεια! Ο αετός υψωνόταν εκπληκτικά γρήγορα αν βοηθούσε και ο καιρός, ξεπερνώντας με εντυπωσιακή ταχύτητα όλους τους υπόλοιπους. Πολλές φορές τον κρατούσαν και οι τρεις, ο πατέρας με τ’ αδέρφια μου, φορώντας γάντια για να μην καίγονται τα χέρια τους. Θυμάμαι την άγρια χαρά στα μάτια τους και το γαργαριστό γέλιο του μπαμπά μου όταν ήξερε ότι είναι και πάλι πρώτοι.
Ο χαρταετός χανόταν απ’ τα μάτια μας. Πετούσε τόσο ψηλά, που έδεναν και δεύτερο και τρίτο τόπι σπάγκου πολλές φορές. Ώσπου, βλέπαμε μόνο τον σπάγκο. Μια λεπτή χορδή να βυθίζεται στα ύψη. Ο χαρταετός γινόταν φάντασμα μα ξέραμε ότι ήταν εκεί, η δύναμή του αντιστέκόταν σε έξι δυνατά επίγεια χέρια.
Κι αφού χορταίναμε νίκη και άγρια χαρά, αφού κατέβαιναν όλοι οι χαρταετοί της περιοχής και οι φίλοι μαζεύονταν γύρω μας, ξέραμε ότι είχαμε κερδίσει. Όμως η νίκη ήταν ολονών. Όλοι μαζί, ξεκινούσαμε τον αγώνα να τον κατεβάσουμε. Και δώσ’ του τράβηγμα με τα γάντια και αγκομαχητό και ζόρι, και ενθαρρυντικές κραυγές. Ήθελε τεράστια δύναμη. Πολλές φορές ο ήλιος έδυε, κι ακόμα τραβούσαμε. Κατέβαινε σαν βασιλιάς από μακρινό ταξίδι. Ταλαίπωρος, κουρασμένος, δοξασμένος, κουβαλώντας λίγο ουρανό και για μας.
Άλλες φορές δεν καταφέρναμε να τον κατεβάσουμε, ο σπάγκος κοβόταν κι ο χαρταετός διάλεγε τα ουράνια. Δεν τον αδικούσα.
Ο αετός οδηγούσε τα πνεύματα όλων στον ουρανό. Προέκταση των ψυχών, της έμφυτης λαχτάρας του ανθρώπου να πετάξει, μας ταξίδευε ψηλά. Μπορούσαμε ν’ αγγίξουμε κι εμείς τα σύννεφα, να φτάσουμε εκεί όπου η πραγματικότητα ενώνεται με τα όνειρα. Εκεί όπου δεν υπάρχει χρόνος. Εκεί όπου είμαστε όλοι μαζί, ξανά, χαρούμενοι. Ψηλά.
Άνοιξη 2021. Είχαμε μόλις τελειώσει το μεσημεριανό και είχα βγάλει χαλβά σιμιγδαλένιο όταν χτύπησε το κουδούνι. Ο ταχυμεταφορέας μού παρέδωσε ένα βιβλίο. Δεν περίμενα κάτι συγκεκριμένο. “548 μέρες με άλλο όνομα” διάβασα γρήγορα στο εξώφυλλο. Δεν έδωσα σημασία στο όνομα. Άνοιξα τυχαία κάπου στη μέση και διάβασα έκπληκτη τον τίτλο του κεφαλαίου… “Πανηγυρίζαμε μ’ έναν χαλβά σιμιγδάλι”. Πάγωσα. “Κάποιος μου κάνει πλάκα”, σκέφτηκα. Μια υπέροχη σύμπτωση, που ήταν μόνο η αρχή της μεγάλης έκπληξης…
Τη Ροζίνα Ασσέρ-Πάρδο την πρωτογνώρισα μέσα από το ντοκιμαντέρ “Φιλιά εις τα παιδιά” του Βασίλη Λουλέ. Η γυναίκα που περιέγραφε τις 548 μέρες που έζησε ως κοριτσάκι, κρυμμένη σε ένα διαμέρισμα στην Τσιμισκή, επιζήσασα του Ολοκαυτώματος. Η μαρτυρία της με είχε συγκλονίσει. Το 2020 έφυγε από τη ζωή.
Το 2021 ξεκίνησα μαθήματα σεφαραδίτικων με τον δάσκαλο Τζέκυ Μπενμαγιόρ. Ένας από τους συμμαθητές μου ήταν (και είναι) ο Βίκτωρ. Στα μαθήματα τους έλεγα για το ντοκιμαντέρ και πως πρόβαλα μερικά αποσπάσματα από αυτό στα παιδιά στο σχολείο για να μάθουν, να γνωρίσουν εκείνα τα παιδιά. Ο Βίκτωρ κάποια στιγμή μού ζήτησε τη διεύθυνσή μου για να μου στείλει κάτι. Μου έστειλε το βιβλίο της. Αυτό που τώρα κρατούσα στα χέρια μου και ανακάλυπτα ότι ήταν το ημερολόγιο που κρατούσε, ούσα παιδάκι 10 χρονών, κρυμμένη και φοβισμένη. Mόλις είχα συνειδητοποιήσει πως ο Βίκτωρ, ο συμμαθητής μου, ήταν ο γιος της Ροζίνας.
Το αγαπημένο μου απόσπασμα από το βιβλίο που δεν θα ξεχάσω ποτέ: “Ευτυχώς υπήρχε το παιχνίδι. Πώς συνεννοούμασταν για το παιχνίδι δεν ξέρω, ίσως μιλώντας χαμηλόφωνα γιατί ήμασταν στην ταράτσα. Δεν μας έβλεπε κανείς. Είχε ένα πεζουλάκι μόνο, στο οποίο ανεβαίναμε και το κάναμε καράβι και παίζαμε ότι αρμενίζαμε σε θάλασσες ελεύθερες από Γερμανούς. Ήταν το πιο ωραίο μας παιχνίδι. Αυτή η ταράτσα ήταν όλος μου ο κόσμος”.
Μπορεί αυτή η ιστορία που σας γράφω τώρα, για τη φοβερή αυτή σύμπτωση, να μοιάζει με διήγημα μυθοπλασίας, αλλά η ζωή πάντα μάς ξεπερνά. Εύχομαι η ζωή να ξεπερνά τη φαντασία μόνο στα ευχάριστα.
27η Ιανουαρίου-Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος
Από πολύ μικρή ηλικία συνειδητοποίησα ότι είμαστε ιστορίες. Ιστορίες γι’ αυτά που ζούμε, ιστορίες γι’ αυτά που ήμασταν, ιστορίες για εκείνα που θα θέλαμε να γίνουμε, ιστορίες για τις αναμνήσεις που μπερδεύτηκαν με τη φαντασία, ιστορίες γι’ αυτά που χάσαμε και που κερδίσαμε, για όσα αγωνιζόμαστε να κρατήσουμε. Όλοι αφηγούμαστε ιστορίες· στον καφέ με έναν φίλο, δουλεύοντας και διδάσκοντας, μεγαλώνοντας παιδιά, γιορτάζοντας και πενθώντας, ταξιδεύοντας.
Μεγαλώνοντας, άρχισα να τις γράφω. Ήθελα να αποτυπώσω όλον αυτόν τον όγκο των ιστοριών που είχα μέσα μου και κλωτσούσαν να βγουν για να διαβαστούν. Αργότερα έμαθα για τις μεγάλες ιστορίες του κόσμου, για τους μύθους της δημιουργίας, για τις πρώτες ιστορίες στο πρώτο βιβλίο της Γένεσης, την αρχή της ανθρωπότητας στην πρωτόγονη και αρχαϊκή σκέψη και έκφραση. Είδα ότι όλα έχουν μια κοινή αρχή: τη φαντασία. Τη δημιουργική εκείνη και συναρπαστική ικανότητα του ανθρώπου να σκαρώνει ιστορίες και σχέδια για να εξηγήσει τον κόσμο γύρω του και μέσα του, να συλλαμβάνει στιγμιαία το ασύλληπτο, να θεολογεί, να φιλοσοφεί για να απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
Και οι μύθοι πέρασαν στα θρησκευτικά κείμενα, και τα μυθικά αρχέτυπα έγιναν λατρευτική γλώσσα, και ο άνθρωπος ύμνησε το θείο που απάντησε στο μεγάλο ερώτημα του θανάτου, του τέλους, κι έδωσε ελπίδα· κι έπειτα στην τέχνη, στη λογοτεχνία, οι ιστορίες αγκάλιασαν και μύθο και θρησκεία, και εντέχνως μπήκαν μέσα μας, πολλαπλασιάζοντας τις ζωές μας, με μια μορφή διαιώνισης και αθανασίας για τον δημιουργό και τον δέκτη.
Θεολογώντας, ανακάλυψα πως αυτή είναι και η σχέση Θεού και Ανθρώπου. Μια σχέση Συγγραφέα και Αναγνώστη. Πόσες φορές δεν είπαμε ότι τα βιβλία είναι διαχρονικά, ότι μιλούν στην ψυχή μας ακόμα και μετά από αιώνες, και πόσες φορές δεν νιώσαμε ότι ο συγγραφέας βρίσκεται ακόμη ζωντανός, να μας μιλά πίσω απ’ τις γραμμές; Ο χρόνος δεν υφίσταται στην επικοινωνία του συγγραφέα με τους αναγνώστες. Η στιγμή είναι παγωμένη, η σύνδεση μακάρια και η επικοινωνία ιερή. Μέσα στο πνεύμα του κανείς μπορεί να ζήσει χίλιες ζωές και, αν κατέχει το χάρισμα, μπορεί και να τις γράψει, να τις διηγηθεί ώστε, μέσα από την ανάγνωση, να τις ζήσουν κι άλλοι.
Ευλαμπία Τσιρέλη
Το κείμενο φιλοξενήθηκε στο περιοδικό δρόμου, Σχεδία. Ιούνιος 2021.
[Για τις ημέρες που έφυγαν- για κείνες που θα ‘ρθουν]
Πράγματα που δεν κλείνονται σε τσέπες, σε κουτιά, δεν αριθμούνται, δεν γερνούν, δεν στέκονται σε ράφια, δεν χαλούν. Το χιόνι. Το ταξίδι. Τα φιλιά. Η θάλασσα. Οι αγκαλιές. Και τι δεν θα ‘δινα, απ’ τα πλούτη μου, ξανά να ‘ρθουν.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που τις είδα. 1993. Όταν καταγράφηκε ρεκόρ με περίπου 300 μετέωρα την ώρα. Δεν προλάβαινα να κάνω ευχές. Τότε έκανα όλες τις ευχές που μπορεί να κάνει άνθρωπος. Πολλές από αυτές πραγματοποιήθηκαν. Ήταν όμως κι άλλες που δεν ήξερα να κάνω, γιατί ήμουν παιδί κι έκανα μόνο παιδικές ευχές, όπως να γίνω συγγραφέας, να πάρω τηλεσκόπιο, να μάθω τα μυστικά των δέντρων, να τρώω όσα παγωτά θέλω το καλοκαίρι. Όλες πραγματοποιήθηκαν. Και ήταν οι πιο σημαντικές.
Είχαμε στρώσει στο μπαλκόνι και κοιτάζαμε εναλλάξ με ένα κιάλι. Κάπου κάπου με έπαιρνε ο ύπνος αλλά, θυμάμαι, πάλευα να ανοίξω τα μάτια ξανά και ξανά, ώσπου μπερδεύτηκε το όνειρο με την αλήθεια, μα δεν είχε και μεγάλη διαφορά. Έτσι θυμάμαι εκείνη τη νύχτα, σαν όνειρο μέσα σε όνειρο. Από τότε γεννήθηκε ο έρωτάς μου για τα όνειρα, τον ουρανό και το διάστημα.
“Όσο πιο συχνά κοιτάζουμε τον ουρανό, τόσο καλύτερος θα γίνεται ο κόσμος”. Ε.Τ.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.
Ζεστή βραδιά -έχω φορέσει ένα ριχτό φουστάνι- θα δούμε τα Φτερά του Έρωτα για πρώτη φορά. Ζηλεύω τις γύρω πολυκατοικίες, έχουν όλη τη χαρά στο μπαλκόνι τους. Τα ποτήρια γεμίζουν παγωμένη μπύρα. Μια γάτα χαϊδεύεται στα πόδια μας, μια νυχτερίδα περνά απ’ το φως της οθόνης – γελάμε. Βγάζω τα σανδάλια, πατώ στα ζεστά χαλίκια. Δίπλα μου, μια παρέα κοριτσιών πλένουν σταφύλια σε ένα σακουλάκι με νερό – μοιράζονται το τσαμπί. Μου χαϊδεύεις το χέρι, μπλέκουμε τα δάχτυλά μας. Δακρύζω με τον άγγελο∙ φεύγει το βλέμμα μου στον ουρανό, κοιτώ το φεγγάρι σχεδόν ισότιμα.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.
Κι ύστερα, ήρθε ο άνθρωπος. Και εξημέρωσε τα πάντα ώστε να μην τα φοβάται· ώστε να τον εξυπηρετούν. Τα ζώα, τα δάση, τα βουνά, τις θάλασσες, τα ποτάμια, ακόμα και τα αγαθά που βρίσκονται κάτω απ’ τη γη· ακόμα και τους ουρανούς, κι έξω απ’ αυτούς. Μα τίποτα δεν του ήταν αρκετό, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Τα ζώα δεν είχαν πια πού να μείνουν, τι να φάνε. Κι εκείνος πήρε κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα. Κι έκανε την πλάση δική του και όλα τα επάνω και κάτω της γης. Κι όταν κατάλαβε ότι δεν έχει άλλα να πάρει, βύθισε τα χέρια του στο στήθος και ξερίζωσε την καρδιά του. Την κοίταξε σαν να μην τη γνωρίζει. “Δικό μου”, είπε και πάλι λυσσασμένα, λαίμαργα, μα σωριάστηκε άδειος, νεκρός. Κι η μάνα γη, που νόσησε απ’τα χέρια του, γέμισε με τ’αδειανό του σώμα, το μόνο πρόσφορο που είχε δει ποτέ από ‘κεινον, κι αυτό, ακούσιο.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.