
Otto Dix, Zerfallender Kampfgraben, 1924
Αγρίεψαν οι άνθρωποι.
Έχουν εκείνο το χαράκωμα
στο μέτωπο.
Έχουμε πόλεμο βαρύ,
πόλεμο ανθρωπιάς και παραλόγου,
και στο χαράκωμα στριμώχνουμε ό,τι βρούμε.
Πήγε κι αυτό και άραξε ανάμεσα στα μάτια
να συννεφιάζει το βλέμμα,
να θολώνει τον καθρέφτη της ψυχής.
Ποιος το ‘σκαψε εκεί – ήθελα να ‘ξερα.
Στο χάσμα εκείνο
‘πέσαν πια όλα τα “ευχαριστώ”, τα “ορίστε”, τα “περάστε”,
τα “χαίρομαι πολύ”,
χαθήκαν.
Λίγο πιο κάτω,
μία καμπύλη αρνητική
κάτι ανάμεσα σε οργή, παράπονο και απορία
-κανείς δεν ξέρει-
τι ν’ απογίναν όλα εκείνα που μας έκαναν ανθρώπους·
τα τελευταία ορμητήρια
-χαμόγελα θαρρώ τα ‘λέγαν-
πώς μπλέχτηκαν στον κόμπο του λαιμού,
πίσω από σφαλισμένα χείλη,
αφηρημένοι τα κατάπιαμε
μέσα απ’τα δόντια
που όλο σφίγγουν, σφίγγουν
μέχρι να σφίξει η ύπαρξη
και να σκληρύνει κάθε μαλακό σημείο
μη χτυπηθεί απ’ τ’ άγριο του πολέμου
και ματώσει
και νιώσουμε πως κάποτε ήμασταν ζωντανοί.
Πώς γίναμε έτσι.
©Ευλαμπία Τσιρέλη
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.