Χριστός Ανέστη! Χρόνια Πολλά σε όλο τον κόσμο, με την ελπίδα το μήνυμα της Αναστάσεως να γίνει κατανοητό από όλους. Πέρα από αυγά και οβελίες, τσουρέκια και γλέντια –καλά είναι και αυτά, μακάρι ο κόσμος να χαίρεται. Αλλά γιατί χαιρόμαστε;
Χαιρόμαστε γιατί ο Άδης, λέει, “επικράνθη και κατηργήθη”. Ο θάνατος δηλαδή πικράθηκε και καταργήθηκε.
Ο Θεός ενανθρωπίζεται. Κατεβαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους δείξει πώς να ζουν. Πώς να συγχωρούν, πώς να αγαπούν, πώς να είναι ταπεινοί, να απλώνουν το χέρι στον αδύναμο, στον αμαρτωλό, στον χαμένο, στον περιθωριακό. Πώς να γονατίζουν, όχι δουλοπρεπώς, πώς να γονατίζουν και να “πλένουν τα πόδια” του μαθητή, του φίλου. Το μεγαλύτερο παράδειγμα συμπερίληψης είναι ο Χριστός.
Ο ανθρώπινος Θεός δείχνει στους ανθρώπους πως ο μόνος τρόπος να τον γνωρίσουν, να τον φτάσουν, να τον δουν, είναι με το να αγαπήσουν τον διπλανό τους. Από όπου κι αν προέρχεται. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ούτε με σταυρούς, ούτε με προσευχές, ούτε με μακριές φούστες και κότσους, ούτε με σταυρωμένα χέρια και κατεβασμένα κεφάλια και κανόνες και τρόμους. Μόνο με δράση, με χέρια απλωμένα να δώσουν, με καρδιές ανοιχτές και με αλήθεια.
Ο Θεός δεν λέει μόνο. Παθαίνει. Βιώνει ολόκληρη την ανθρωπινότητά του. Ταπεινώνεται, πονάει, δοκιμάζεται, ματώνει, πεθαίνει. Με το να πάθει και να γίνει άνθρωπος ο ίδιος, μας δείχνει πώς μπορούμε κι εμείς να υπερβούμε το θνητό και το ανθρώπινο. Πόσο άπειροι είμαστε.
Ο Θεός κατεβαίνει ανάμεσά μας και καταργεί τον ανθρώπινο χρόνο. Κλείνει τον κύκλο. Η Αγία Γραφή είναι γεμάτη κύκλους που κλείνουν αν μάθεις να τη διαβάζεις. Ο Χριστός ξανανοίγει τον Κήπο. Ξανανοίγει τον Παράδεισο. Ο τάφος του Χριστού βρίσκεται μέσα σε έναν κήπο (Ιωά. 19:41-42). Ο “Κηπουρός” που έφτιαξε τον Παράδεισο μιλά τώρα με τη γυναίκα. Δεν υπάρχει πια κανείς να σπείρει αμφιβολία ανάμεσά τους. Η εμπιστοσύνη αποκαθίσταται. Ο άνθρωπος είναι έτοιμος να ξαναγυρίσει στον χαμένο Παράδεισο. Ξέρει τον τρόπο. Είναι αυτός που του έδειξε εκείνος. (Ιωά. 20:14-17) Και ο δρόμος είναι ανοιχτός για ΟΛΟΥΣ.
Και με αυτόν τον τρόπο, καταργείται ο θάνατος. Με την αγάπη, με τα καλά έργα, με την αυτοθυσία, κανείς δεν φοβάται πια τον θάνατο. Δεν υπάρχει τέλος. Το μνήμα είναι κενό. Η σκοτεινή σπηλιά από τάφος γίνεται μήτρα για την αναγέννηση ενός νέου Κόσμου, ενός νέου χρόνου άχρονου και εσωτερικού. Που δεν υφίσταται χωρίς το Φως.
Online σεμινάριο μέσω zoomμε τηνΕυλαμπία Τσιρέλη | Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium
Σάββατο 8 & Κυριακή 9 Απριλίου, 17.30-20.00.
Ένα ταξίδι στα βάθη του χρόνου και στους μύθους των λαών!
Το σεμινάριο απευθύνεται σε συγγραφείς, σε μελετητές μυθολογίας και προφορικής παράδοσης, σε αρχάριους συγγραφείς που αναζητούν πηγή έμπνευσης και σε όσους αγαπούν τις ιστορίες!
Μερικές από τις ενότητες που θα μελετηθούν: • απαρχές του μύθου και εξέλιξη • μοτίβα στους μύθους των λαών και αρχέτυπα • δομή του μύθου – το ταξίδι του ήρωα – αρχές του storytelling • αναδιήγηση, διασκευή, επικαιροποίηση, ανανοηματοδότηση στη σύγχρονη λογοτεχνία • πειραματισμός
Εισηγήτρια: Ευλαμπία Τσιρέλη, Δρ Βιβλικής Γραμματείας και Θρησκειολογίας με ειδίκευση στους μύθους της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και τη Βίβλο, συγγραφέας των εκδόσεων Ίκαρος και Αρμός, εκπαιδευτικός. Δείτε περισσότερα: https://evlampiatsireli.com/
▪︎εκμάθηση των βασικών εργαλείων της λογοτεχνικής συγγραφής (στοιχεία λογοτεχνικότητας, ύφος, περιγραφή, χαρακτήρες, αφηγητές, χρόνοι αφήγησης, εστίαση, πλοκή, πλάνο, κειμενικά είδη, διάλογος με τον αναγνώστη, επιμέλεια κειμένου κ.ά.)
▪︎αναγνώριση και μελέτη των κατηγοριών της μυθοπλασίας (φαντασία, επ.φαντασία, τρόμος, γοτθικό μυθιστόρημα, δυστοπία, μυστήριο, μαγικός ρεαλισμός, παραμύθι), μελέτη κειμένων, πειραματισμός στη γραφή.
Το πρόγραμμα προάγει τη φιλαναγνωσία και δημιουργική ανάγνωση, τον σωστό χειρισμό του λόγου, την απόκτηση συγγραφικής αυτογνωσίας και τη συνεχή βελτίωση και εξέλιξη στη συγγραφή και επιμέλεια του κειμένου.
Οι ασκήσεις γράφονται και σχολιάζονται μέσα στο μάθημα. Επιπλέον υπάρχουν εργασίες για το σπίτι που διορθώνονται από τη διδάσκουσα και έτσι ο συμμετέχων/ουσα παρακολουθεί την πρόοδό του/της αναλυτικά.
Διάρκεια Προγράμματος: 6 ενότητες – 6 μήνες – 12 μαθήματα (2 μαθήματα τον μήνα, ημέρα Τετάρτη, μετά τις 6μ.μ.)
“Ο σκοπός των σωστών μαθημάτων συγγραφής δεν είναι “να γράψουν όλοι”. Είναι, ακριβώς, το να μη γράψουν όλοι αλλά αυτοί που θα γράψουν, να γράψουν με ευθύνη και συνείδηση. Στα μαθήματα συγγραφής δεν ανακαλύπτεις πόσο εύκολο είναι να γράψεις, αλλά το αντίθετο. Το αν θα γράψει κάποιος, τι θα γράψει, και πόσο θα διαρκέσει το έργο του στον χρόνο, εξαρτάται από τη μετέπειτα προσωπική και συνεχή του ενασχόληση με τη γραφή. Ο δρόμος του συγγραφέα εξάλλου είναι μοναχικός”. –
ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΕ εκπαιδευτικούς, γονείς, φοιτητές, ηθοποιούς και αφηγητές, συντονιστές λεσχών ανάγνωσης παιδικού βιβλίου, επιμελητές και εικονογράφους παιδικών βιβλίων, συγγραφείς και ασκούμενους, αφηγητές, και σε όποιον πειραματίζεται με τη φαντασία, αγαπά την παιδική λογοτεχνία και δεν ξέχασε ποτέ το παιδί μέσα του! (δεν απαιτούνται ιδιαίτερες συγγραφικές ικανότητες, μόνο όρεξη για μάθηση και περιπέτεια)
Αριθμός συμμετεχόντων 15 άτομα.Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.
ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: Η Ευλαμπία Τσιρέλη είναι συγγραφέας, εκπαιδευτικός θεολόγος, Δρ ΑΠΘ και δασκάλα συγγραφής. Διδάσκει δημιουργική γραφή και συγγραφή (πεζογραφία, ποίηση και επιμέλεια κειμένου) τα τελευταία 8 χρόνια στο εργαστήρι της, το Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium. Πραγματοποιεί ομιλίες, σεμινάρια και εργαστήρια σχετικά με τον μύθο, τη λαϊκή παράδοση, τη μυθοπλασία και το παραμύθι. (Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη, Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, TedXAuth, ComiCon, Δήμοι και Μουσεία) Εφαρμόζει τη δημιουργική γραφή ως εκπαιδευτικό εργαλείο σε σχέδια διδασκαλίας, έχει συνεργαστεί με την Action Art και την Ελληνική Βιβλική Εταιρία, μεταφράζει και επιμελείται βιβλία. Είναι συνεργάτιδα του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών στα εκπαιδευτικά προγράμματα, πραγματοποιεί επιμορφώσεις εκπαιδευτικών και έχει διατελέσει μέλος της ομάδας μεντόρων στο Παιδαγωγικό Εργαστήρι της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ., στην Πρακτική Άσκηση των φοιτητών. Είναι συγγραφέας των εκδόσεων Ίκαρος και Αρμός. Τα βιβλία των μαθητών της από το εργαστήρι συγγραφής Imaginarium κυκλοφορούν από τις εκδόσεις iWrite και Κύφαντα. Mάθετε περισσότερα εδώ.
Ένα μήνυμα για τα φετινά Χριστούγεννα. Το gif είναι ελεύθερο προς κοινοποίηση για όλους ή χρήση από εκπαιδευτικούς στην τάξη και στη χριστουγεννιάτικη γιορτή.
[Η ιδέα και το υλικό πηγάζουν από μια σχολική δράση που επιμελήθηκα στο παρελθόν]
Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τόσο πολύ ερωτευμένος. Δεν έβλεπε σε αυτήν τη γυναίκα απλά κομμάτια του εαυτού του, μα κι ένα φως που θα τον έβγαζε από την άβυσσό του. Ο πόνος εκείνης της νύχτας δεν ήταν τόσο έντονος πια, από τη μέρα που την είχε γνωρίσει. Όμως, η ελπίδα για μια ζωή μαζί της έμοιαζε να χάνεται μπροστά του, όσο η Σελίνα βούλιαζε στην αυτοκαταστροφή της. Κι εκείνη, πράγματι, ήθελε να προχωρήσει μαζί του, όμως η δίψα της εκδίκησης την κρατούσε πίσω. Ενώ ήταν έτοιμη να σκοτώσει το αφεντικό της, επιθυμώντας μια εξιλέωση από τα τόσα χρόνια καταπίεσης που είχε βιώσει, ο Μπρους πήρε την απόφαση να με αφαιρέσει από το πρόσωπό του. Δεν τον ενδιέφερε αν τον έβλεπε κάποιος, μονάχα εκείνη τον ένοιαζε. Πίσω από μένα φρόντιζε πάντα να κρύβει τους πιο βαθιούς του φόβους, τις πιο τρομακτικές του αναμνήσεις και τα μεγαλύτερα σκοτάδια της ψυχής του. Όμως, για πρώτη φορά στεκόταν μπροστά σε κάποιον γυμνός, δείχνοντας τον πραγματικό του εαυτό. Την ήθελε να κοιτάζει την αληθινή του όψη όσο την παρακαλούσε να τα αφήσει όλα πίσω της και να τον ακολουθήσει.
Δημήτρης Τάσκου
Η Νύφη
Ίσα που την ένιωθα επάνω μου πλέον. Θαρρείς και είχε γίνει ένα με εμένα. Ήταν μήνες που δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Πότε πότε, ένιωθα την καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά και νομίζω ότι ένα μεσημέρι κούνησε τον αριστερό αντίχειρά της. Νοσοκόμες έμπαιναν και έβγαιναν, έπλεναν το λευκό λεπτό κορμί της με πανιά και έσταζαν πάνω μου βρώμικες σταγόνες. Κατά τα άλλα, η Νύφη είχε μια ουδέτερη μυρωδιά ανθρώπου σε κώμα. Έχουν περάσει από πάνω μου πολλοί που με έκαναν να αηδιάζω μόνο που με ακουμπούσαν με το λιγδιασμένο κορμί τους. Αυτό κάπως με είχε κάνει να τη συμπαθήσω. Επισκέπτες δεν είχε να με ενοχλούν με τα πάνω κάτω και τα κλάματά τους, και ο σιχαμερός άντρας που επισκεπτόταν συχνά τον θάλαμο δεν την είχε παρατηρήσει ακόμα. Όλα αυτά, μέχρι χθες.
Περασμένα μεσάνυχτα, η πόρτα άνοιξε και τον είδα μαζί με τον Μπακ να έρχονται προς το μέρος μας. Στάθηκαν μπροστά μας. Του είπε πως μπορεί να τελειώσει μέσα της άφοβα αλλά τον έβαλε να υποσχεθεί να μην της αφήσει σημάδια και έχει μπλεξίματα. Έπειτα ο Μπακ έβαλε στη μπλε ρόμπα του τα εβδομήντα πέντε δολάρια και έφυγε. Την κοστολόγησε πιο ακριβά από τις άλλες γιατί ήταν ψηλή, αδύνατη και ξανθιά. Ένιωσα το σώμα της για ένα δεύτερο να τρέμει, λες και της είχαν κάνει ηλεκτροσόκ. Αν μπορούσα θα άρχιζα να κουνιέμαι υστερικά για να τη βοηθήσω. Ξεκούμπωσε το παντελόνι του και ανέβηκε από πάνω μας με τα γόνατα. Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. «Είσαι το πιο όμορφο κορίτσι που είχα σήμερα» είπε με βρωμερή ανάσα και πήγε να τη φιλήσει. Ακούστηκε μια απόκοσμη κραυγή. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι την κομμένη γλώσσα του πάνω μου και το καυτό αίμα του να εισχωρεί αργά αργά στον αφρό μου. Η Νύφη είχε ήδη καταφέρει, σέρνοντας το κορμί της, να φτάσει μέχρι την πόρτα.
Μυρτώ Μαυρομάτη
Πίσω στη λίμνη
«Μπέντιβερ», είπε ο αφέντης μου ψυχορραγώντας στο χώμα, με την πλάτη του ακουμπισμένη στο κορμό ενός δέντρου. «Το σπαθί μού δόθηκε απ’ την κυρά της Λίμνης. Τώρα πρέπει να επιστραφεί στο νερό από όπου ήρθε».
Και έτσι, ο ιππότης Μπέντιβερ με σήκωσε απ’ το έδαφος και κατευθύνθηκε προς τη λίμνη. Με κρατούσε σφιχτά στο δεξί του χέρι και, λαβωμένος όπως ήταν απ’ τη μάχη, περπατούσε κάπως ατσούμπαλα και εγώ ζαλίστηκα μέχρι να φτάσουμε. Μουρμούριζε για το πόσο πολύτιμο είμαι και πως καλύτερα να με κρατούσε για χάρη του βασιλείου ή ακόμα και για τον εαυτό του. Φυσικά είχε δίκιο για την αξία μου αλλά δεν περίμενα η απληστία να τον κυριεύσει. Σταμάτησε και με έκρυψε πίσω από μια πέτρα και αποφάσισε να πει ψέματα στον βασιλιά του. Περίμενα αρκετή ώρα μέχρι που ο ιππότης, γεμάτος μετάνοια και ντροπή, επέστρεψε.
Πώς το ’ξερε; αναρωτήθηκε.
Ο αφέντης μου πάντα ήταν καλός στο να διακρίνει ψεύτες. Με πήρε, λοιπόν, περπάτησε μέχρι την όχθη της λίμνης, και με πέταξε με όλη του τη δύναμη. Το όμορφο χέρι της κυράς μου με έπιασε πριν πέσω έτσι βάναυσα στο νερό, και με τράβηξε μέσα με χάρη. Λυπόμουν για τον Αρθούρο, αλλά η δουλειά μου στον κόσμο των θνητών είχε πλέον τελειώσει. Μπορούσα πλέον να αναπαυτώ κι εγώ σαν τον βασιλιά μου.
Πάνος Παπαδόπουλος
Οι σημειώσεις
Ακούω από μακριά τα βήματα του Νόα να πλησιάζουν αργά και νωχελικά, ακολουθούμενα από τον ελαφρύ γδούπο της μαγκουρίτσας που τον στηρίζει. Κάθε μέρα, την ίδια ώρα. Δεν ξέρω πόσο καιρό γίνεται αυτό, ίσως και χρόνια. Εγώ δεν γνωρίζω από χρονολογίες παρά μόνο αυτές που βρίσκονται αποτυπωμένες για πάντα στις σελίδες μου. Φαίνεται πάντως να είναι πολλά, γιατί οι σελίδες μου έχουν κιτρινίσει ενώ σε κάποια σημεία έχουν λιγάκι τσαλακωθεί ή και σκιστεί. Δεν με πειράζει όμως, δεν πονάω τόσο. Όχι όσο με πονάνε κάποιες φορές αυτές οι επισκέψεις.
Η ανάγνωση των αναμνήσεων στην Άλι συχνά είναι πολύ επώδυνη. Δυσκολεύομαι να σηκώσω το βάρος τόσων πολλών λανθασμένων και δειλών επιλογών. Επιλογών που στέρησαν χρόνια ευτυχίας και πρόσθεσαν χρόνια μιζέριας στο πλάι ανθρώπων που δεν ήταν γραφτό να είναι μαζί. Όποτε όμως βλέπω το χαμόγελο της Άλι ή ακούω τη νότα ελπίδας στη φωνή της κάθε φορά που θυμάται κάτι, τα ξεχνάω όλα. Πάντα στα ίδια σημεία των πυκνογραμμένων σελίδων μου, ξανά και ξανά. Κι όμως, δεν κουράζομαι ποτέ. Γιατί αυτές είναι οι στιγμές για τις οποίες υπάρχωˑ οι στιγμές που δικαιολογούν την ίδια μου την ύπαρξη. Και γι’ αυτές είμαι ευγνώμων.
Χριστίνα Λουϊζάκη
Κίνητρο
Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στα δέκατα γενέθλιά του. Τότε ήμουν πολύ νέα, μόλις δύο χρονών και χωρίς καμία δουλειά στη Σκωτία. Από τότε γίναμε αχώριστοι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τον είδα να εξελίσσεται από αγόρι σε έφηβο, σε νεαρό άντρα και, τέλος, στην ισχυρότερη δύναμη του κόσμου. Δοκιμάστηκε, πόνεσε, απέτυχε, έχασε, αλλά ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Σε κάθε επιτυχία και πρόκληση που συνάντησε, ήμουν εκεί. Γνώρισε μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του περασμένου αιώνα. Από όπου περνούσε, κέρδιζε προσωνύμια, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο ακριβή. Ήρθε αντιμέτωπος με την ίδια τη μοίρα και βγήκε νικητήςˑ δεν λησμόνησε όμως ποτέ τις αξίες και την καταγωγή του. Στις πιο δύσκολες στιγμές του, ήμουν εκεί. Όταν έχασε τη μητέρα του, αισθάνθηκα και εγώ τον πόνο του, ράγισα. Στο τέλος, παρά τις όλες επιτυχίες του, βίωσε τη μεγαλύτερη και μακροβιότερη αποτυχία του. Απομακρύνθηκε από την οικογένειά του και κλείστηκε στον εαυτό του, χάνοντάς τον σιγά-σιγά. Συνέχισα να είμαι στο πλάι του, στην παρακμή του. Χάσαμε τη λάμψη μας.
Ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει, και εκεί που πίστευα ότι είχε πέσει δραματικά η αυλαία, επέστρεψε δριμύτερος για μία τελευταία θεαματική υπόκλιση. Η επανένωση με την οικογένειά του, του έδωσε καινούργια ζωή. Ήμουν ξανά περήφανη μαζί του. Οι περιπέτειες που ακολούθησαν ήταν μεγαλειώδεις. Μάγισσες και μυθικά τέρατα, βασιλιάδες, κροίσοι και πειρατές, χαμένοι πολιτισμοί και θησαυροί. Ταξίδεψα μαζί του στα πέρατα του κόσμου και ακόμα παραπέρα. Στα έγκατα της Γης και στα όρια του διαστήματος. Τώρα που φτάσαμε στο τέλος, μπορώ να πω μονάχα ένα πράγμα: Ήταν τιμή μου που ήμουν η έμπνευσή του όλα αυτά τα χρόνια.
Απόστολος Σαμαράς
Μετουσίωση
Δημιουργήθηκα για να προσφέρω αιώνια ζωή. Αθανασία. Τι όμορφη λέξη! Γεμίζει το στόμα όταν την προφέρεις. Πολλά μπορείς να κάνεις όταν είσαι αθάνατος και εγώ είμαι πολύ χαρούμενη που μπορώ να δώσω απλόχερα αυτό το δώρο. Όχι να το παινευτώ, αλλά δεν μετράει μόνο ο εσωτερικός μου πλούτος. Η εμφάνισή μου, από μόνη της, τραβάει τα βλέμματα και διεγείρει τις αισθήσεις. Είμαι πορφυρή και λάμπω μέσα στο σκοτάδι. Το φως από τις φλόγες των κεριών αγκαλιάζει το κορμί μου κάνοντάς με ακόμα πιο ακαταμάχητη. Δεν είμαι μια οποιαδήποτε λίθος. Είμαι πολύτιμη και μου αρέσει.
Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι ότι κινδυνεύω. Πολλοί είναι αυτοί που με κυνηγούν και πιο πολύ από όλους εκείνος ο πανούργος μοχθηρός μάγος τον οποίο όλοι τρέμουν. Ακόμα και ο ιδιοκτήτης μου, αυτός ο ταλαντούχος αλχημιστής, που με τόση αγάπη ξεζουμίζει από μέσα μου το λίκνο της ζωής, ακόμα και αυτός φοβάται τις σκοτεινές δυνάμεις του ακατανόμαστου. Εγώ όμως δεν ανησυχώ. Έχω την ικανότητα να κρύβομαι και να εμφανίζομαι μόνο σε όσους το έχουν πραγματική ανάγκη. Στους καλούς. Στους τίμιους. Σε αυτούς που αξίζει να ζουν για πάντα. Όπως το αγόρι που επέζησε. Έχω ακούσει πολλά για αυτόν και ελπίζω να είναι πράγματι ο εκλεκτός που θα νικήσει το κακό. Μέχρι τότε, θα παραμείνω αόρατη, ανάμεσα σε τόσα και τόσα αντικείμενα που κινδυνεύουν από την απληστία του ανθρώπου.
Θάνος Μολούδης
Οι παραπάνω συγγραφείς ανήκουν στο Τμήμα των Προχωρημένων του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium – Φθινόπωρο2022
Το φεγγάρι θαρρείς έλαμπε περισσότερο από κάθε άλλη φορά εκείνη τη νύχτα. Το ελαφρύ αεράκι έκανε τα πεσμένα πορτοκαλί φύλλα των δέντρων να κινούνται σαν να εκτελούσαν κάποιου είδους μυστηριακό χορό. Παρόλο που ήταν ένα χαρούμενο βράδυ για όλους, κυρίως για τα παιδάκια που ξεχύθηκαν για το “φάρσα ή κέρασμα”, κάτι απόκοσμο και ανατριχιαστικό υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Μέσα στο πλήθος των μεταμφιεσμένων διακρινόταν μια γυναικεία φιγούρα διαφορετική από τις άλλες. Έμοιαζε αέρινη παρά την αποκρουστική όψη της. Το φως του φεγγαριού έλουζε το όμορφο μεν αλλά γκρίζο πρόσωπο της, και τόνιζε τις πληγές της. Φορούσε ένα μακρύ βελούδινο μωβ φόρεμα, με μακριά μαύρη κάπα η οποία ανέμιζε μαζί με τα μαύρα της μαλλιά. Τα τακούνια της αντηχούσαν αφύσικα μέσα στη φασαρία. Σκιά δεν είχε, λες και δεν ανήκε σε αυτόν τον κόσμο. Περπατούσε σαν υπνωτισμένη, αγέλαστη και ανέκφραστη, με μόνη της έγνοια να βρει τον άνθρωπο που άναψε το Μαύρο Κερί. Η καρδιά του την καλούσε.
Σκοπός της ήταν να την ξεριζώσει από το σώμα του και να ολοκληρώσει το μαγικό φίλτρο το οποίο δεν είχε πετύχει καθώς εξερράγη τη στιγμή που πρόσθεσε ως κύριο συστατικό μια άλλη καρδιά, όχι τόσο καλής ποιότητας όπως αποδείχθηκε. Κάπως έτσι η μάγισσα είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν, όμως εκείνη τη νύχτα, χάρη στο Κερί, επανήλθε στη ζωή.
Λίγο πριν φτάσει έξω από το σπίτι του υποψήφιου θύματος, εμφανίστηκε από το πουθενά μια γάτα. Μπλέχτηκε στα πόδια της, την έκανε να χάσει την ισορροπία της και να πέσει μέσα σε μια βαθιά λακκούβα. Δεν κατάφερε ποτέ να βγει από κει. Κι αν τα πράγματα δεν έπαιρναν αυτή την τροπή, μετά από κείνο το βράδυ του Χάλογουιν του 1993, τίποτα δεν θα ήταν ξανά το ίδιο.
Η Λάρα λίγο ενδιαφερόταν για τη γιορτή. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να ξελογιάσει τον Μάικ. Όταν συναντήθηκε με την παρέα, έτρεξε κοντά του. Κάθισαν όλοι μαζί στα σκαλιά της εκκλησίας χαζεύοντας στον δρόμο τα μασκαρεμένα παιδιά με τα φαναράκια και τα καλαθάκια τους. Η ώρα περνούσε και είχαν αρχίσει να βαριούνται.
«Πάμε στο Νέλσονς;» πρότεινε κάποια στιγμή ο Τζακ.
Μόλις άκουσαν το όνομα “Νέλσονς”, όλοι τους ανατρίχιασαν. Επρόκειτο για ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό στην άκρη της πόλης. Πριν από πολλά χρόνια είχε ξεκληριστεί ολόκληρη η οικογένεια που κατοικούσε εκεί και η υπόθεση είχε παραμείνει ανεξιχνίαστη. Κυκλοφορούσε ο θρύλος ότι τα πνεύματα των δολοφονημένων είχαν παραμείνει στο σπίτι και διψούσαν για εκδίκηση.
«Μην είστε κότες, ρε βλαμμένα. Αν δε πάμε απόψε, πότε θα πάμε;» επέμεινε ο Τζακ.
Με τα πολλά, αποφάσισαν να το τολμήσουν.
Η τρομακτική όψη του κτιρίου που ξεπρόβαλλε στο σκοτάδι, σε συνδυασμό με το δαιμονισμένο σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα στα δέντρα, τους αφαίρεσε κάθε διάθεση για τολμηρές πρωτοβουλίες. Απλώς στέκονταν στην ομίχλη και κοίταζαν τα σπασμένα παράθυρα μήπως διέκριναν μέσα τους κάτι να κινείται. Τίποτα.
Η Λάρα, για να εντυπωσιάσει τον Μάικ, έκανε την πρώτη κίνηση. «Θα πάω εγώ. Όποιος θέλει ας με ακολουθήσει», είπε και τον κοίταξε με νόημα. Τα ετοιμόρροπα σκαλοπάτια έτριζαν κάτω από τα πόδια της. Έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκε μέσα. Τίποτα. Δεν έγινε τίποτα.
Η παρέα της απ’ έξω, αποσβολωμένη, περίμενε να τη δει να βγαίνει τρέχοντας από τον φόβο, αλλά τίποτα.
Ο Μάικ πρότεινε στον Τζακ να πάει να τη βρει, εφόσον εξαιτίας του άλλωστε είχαν βρεθεί εκεί. Όταν τον είδε να διστάζει, ξεκίνησε δειλά ο ίδιος. Γύρισε το καπέλο του ανάποδα για γούρι. Μόλις πέρασε από την πόρτα, διέκρινε τη σιλουέτα της. Τον άρπαξε από την μπλούζα και κόλλησε τα χείλη της επάνω στα δικά του. Το φιλί της τον διαπέρασε σαν ηλεκτρισμός. Τον τύλιξε με τα χέρια της, και μια παγερή αίσθηση ένιωσε να απλώνεται σε όλο του το κορμί. Ξαφνιάστηκε.
«Έλα, πάμε τώρα στους άλλους», είπε και άρχισε να βαδίζει προς τα έξω.
Αντίκρυσε τη Λάρα απέναντί του, γαντζωμένη επάνω στον Τζακ, να φωνάζει απελπισμένη το όνομά του. Επέστρεψε ως την πόρτα και έχωσε μέσα το κεφάλι του για να δει ποια στην ευχή τον είχε φιλήσει. Τίποτα.
Η Άννα Τσιαπούρη είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου. Διήγημά της μπορείτε να βρείτε στη συλλογή μας “Εφιαλτικές Ιστορίες”. Είναι επίσης συγγραφέας διηγημάτων και παιδικών βιβλίων.
Φανερά εξαντλημένος και κατάκοπος, ο άντρας με τα λιγδωμένα μαλλιά και το σκανδαλιάρικο βλέμμα κοίταζε βιαστικός το ρολόι του. Είχε διανύσει πολλά χιλιόμετρα μακριά από τον άρχοντα του ερέβους αλλά ακόμη ίδρωνε στη σκέψη κάποιας αλλαγής. Ακούστηκε το μαγικό κλικ ανάμεσα στους δείκτες και ο χρόνος επέτρεψε τη μεταφορά ανάμεσα στις διαστάσεις.
Το σαρδόνιο χαμόγελο κάλυψε σχεδόν ολόκληρη την έκταση του προσώπου του. Αμέσως μόλις κατάφερε να εισχωρήσει στον κόσμο των ανθρώπων μέσω της κοντινότερης πύλης, βρέθηκε σε ένα σκοτεινό δάσος με μια ξύλινη καλύβα στη μέση. Το αλλόκοτο κτίσμα στηριζόταν σε πόδια κότας. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άρπαξε με λαιμαργία και καταβρόχθισε το ένα πόδι. Έπειτα ξεκίνησε την αναζήτηση κάποιου σπιτιού χωρίς σκαλισμένες κολοκύθες.
Στο τέλος του δρόμου, πίσω από μια κλαίουσα ιτιά, βρισκόταν ένα σπίτι παντελώς κενό. Δεν είχε ιδιοκτήτη ούτε φαντάσματα. Τα λιγοστά έπιπλα πάλιωναν κάτω από ένα στρώμα παγωμένης σκόνης. Ο Τζακ εισέβαλε και κρύφτηκε κάτω από τη στριφογυριστή ξύλινη σκάλα του σαλονιού.
Λίγα λεπτά μετά, άκουσε γιγάντια βήματα και ένιωσε το έδαφος να τρέμει. Η θεόρατη μορφή έσπασε τη φθαρμένη πόρτα και ψιθύρισε τραγουδιστά: «Αναζητώ τον επιδρομέα του σπιτιού μου και τον καλώ να εμφανιστεί, ειδάλλως εγώ η ίδια θα τον φάω ζωντανό».
Ο Τζακ όμως δεν έβγαινε από την κρυψώνα του, προκαλώντας την απόλυτη αγανάκτηση της μάγισσας. Τέντωσε τα λασπωμένα μακριά της δάχτυλα και το σπίτι διαλύθηκε στον αέρα με μιας. Η Baba Yaga, εξαγριωμένη που ο άντρας έκλεψε και έφαγε το πόδι της καλύβας της, τον μεταμόρφωσε σε γιγάντια κότα. Ξερίζωσε το ένα του πόδι με πάθος και στη συνέχεια άναψε φωτιά κάτω από το καζάνι που κουβαλούσε. Μαγείρεψε και έφαγε το πόδι του. Από τα κόκκαλά του κατασκεύασε ένα κλειδί που άνοιγε κάθε πόρτα σε κάθε διάσταση, ώστε να μην την ξανακλέψουν.
Η γυναίκα περπατούσε με βήματα βαριά. Διέσχιζε το απομονωμένο δρομάκι που την οδηγούσε στα όρια της πόλης. Γύρω της, εγκαταλελειμμένα σπίτια, ξερά φύλλα και υγρασία, σαν να περνούσε από το μέρος ο θάνατος. Υπήρχε απόλυτη ησυχία, τόσο που η γυναίκα άκουγε μόνο τη λαχανιασμένη της ανάσα. Είχε περπατήσει τόσα χιλιόμετρα για να φτάσει εκεί… Κάθε βήμα όμως άξιζε τη θυσία. Μπροστά σε αυτό που της υποσχέθηκε εκείνη πως θα αντίκριζε, άξιζε κάθε θυσία. Εκείνη η μέρα ήταν η τελευταία της ελπίδα. Μέσα στο μυαλό της επανέλαβε άλλη μια φορά τις οδηγίες που της έδωσε εκείνη.
«Στα άκρα της πόλης θα βρεθείς, εκεί όπου νομίζεις πως φαντάσματα θα δεις. Θα δεις το φεγγάρι να λάμπει δειλά και θα απαγγείλεις λόγια τρυφερά. Η ώρα να είναι δώδεκα ακριβώς αλλιώς η πύλη δεν θα ανοίξει δυστυχώς…»
Δεν είχε την επιλογή να μην τα καταφέρει. Θα έπρεπε να περιμένει πάλι τον επόμενο χρόνο, όταν οι Παλιές Ψυχές θα δυνάμωναν και πάλι.
Η πόλη και τα φώτα της απλώνονταν μπροστά της. Βρισκόταν πλέον πολύ μακριά. Στάθηκε στο πιο σκοτεινό άκρο, εκεί όπου το φεγγάρι θα την έλουζε με το φως του μόλις εμφανιζόταν δειλά από τα σύννεφα. Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν ακριβώς δώδεκα. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά, όπως τότε. Τότε που όλα είχαν τελειώσει.
«Κόρη μου, σε παρακαλώ, μέσα στην ομίχλη, κάνε να σε δω… Της μαμάς της λείπεις πολύ, βλέπει πεταλούδες και νομίζει ότι είσαι εσύ. Κόρη μου μονάκριβη, εγώ δεν σε ξεχνώ. Η ψυχή μου πάντοτε είναι μαζί σου, εδώ. Ξέρω πως θα έρθεις σήμερα στο φως, εκεί που τελειώσαν όλα σαν καπνός.»
Έσφιξε τα μάτια και άφησε τα δάκρυα να τρέξουν καθώς επανέφερε στο μυαλό της την εικόνα που μισούσε. Το μικρό της στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Οι προβολείς την τύφλωσαν. Σύγκρουση.
Άνοιξε τα μάτια. Το φεγγάρι τη φώτιζε όσο ποτέ. Πίσω της, μια μικρή σκιά. Μεσάνυχτα της 31ης Οκτωβρίου 2000. Και οι ψυχές, για λίγο, επέστρεφαν σπίτι.
Η Αίγλη Κωνσταντά είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου. Διήγημά της μπορείτε να βρείτε στη συλλογή μας “Εφιαλτικές Ιστορίες”.