
Το αργυρό φεγγάρι κρύβεται, ένας άντρας δίχως πρόσωπο κατεβαίνει τις σκάλες, αργά, κοιτώντας με στα μάτια. Το ειρωνικό του χαμόγελο στάζει σαν σάλιο στα σκαλοπάτια. Ένα-ένα διαλύονται. Καταρρέουν σαν ποταμός. Ανελέητος.
Ο φόβος με παραλύει, δεν μπορώ να κουνηθώ. Πουθενά φως, μόνο σκοτάδι. Ένα σκοτάδι με χέρια, ξεδιάντροπα αρπάζει τα μάτια μου και με πνίγει.
Νεκρική σιωπή. Ένα κοράκι κάθεται ασάλευτο στο σύρμα. Τα πόδια μου βιδωμένα στο σανίδι και από κάτω, κενό. Γυρνάω το κεφάλι προς τα πάνω, μια πράσινη πόρτα κλείνει στα μούτρα μου. Ο γδούπος με τρομάζει.
Ο άντρας χωρίς πρόσωπο συνεχίζει να με κοιτάει, με χλευάζει. Το φως του φεγγαριού χύνεται σαν προβολέας. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, μα δεν είμαι ο εαυτός μου. Πιάνω με τα χέρια μου κάθε σημείο του προσώπου μου. Ασημένια σκόνη στάζει στο στόμα μου. Κοιτάζω ακόμα μια φορά τον καθρέφτη: ο άντρας δίχως πρόσωπο.
[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]
εικόνα: Allan Carvalho – pexels.com