
Στο μπαλκόνι άνθιζε μαύρη η νύχτα. Η μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα μιας μικρής μοναχικής ελιάς, που φύτρωσε σε τόπο ξένο, μου τραγουδούσε να βγω, να πάρω τις ρίζες της και να πλέξω καλάθια, να τα γεμίσω ιστορίες από βαθιές σπηλιές.
Το κόκκινο ρολόι μάτωσε και το ζεστό αίμα έτριξε με θόρυβο στο παγωμένο του σώμα. Σαν φάρος, το φεγγάρι του Κάστορα τρεμόπαιξε στον φουρτουνιασμένο ουρανό, κάνοντας σινιάλο στο καράβι. Χέρια κουπιά, δάκρυα βροχή, μια αστραπή χρυσό σχοινί ρίχνει στο καράβι το θαλασσοπνιγμένο, σε κομήτες και αστερόσκονες τσακισμένο.
Έσπασε σε χίλια κομμάτια. Το σπίτι γέμισε νερό. […] Τα χέρια μου, λεπτά σχοινιά τυλιγμένα στον λαιμό της μικρής ελιάς, προσπαθούν να κρατηθούν σ’ έναν κόσμο που σαλπάρει.
[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]
εικόνα: Byron Badenhorst (upside-down) – pexels.com