
Η αράχνη μπήκε στο δωμάτιό μου. Έχει κιόλας αρχίσει να πλέκει τον ιστό της στον απέναντι τοίχο. Μαγνητίζει το βλέμμα μου. Άθελά μου, αφήνω έναν αναστεναγμό. Με ακούει. Στρέφεται προς το μέρος μου. Τα μάτια της εκπέμπουν ένα καταπράσινο φως, από μέρη σκοτεινά. Από το στόμα της στάζει πηχτό αίμα. Χαμογελάει. Θέλω να τρέξω, αλλά ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω. Ανοίγω την πόρτα σιγανά, να φύγω αθόρυβα. Το νιώθει. Τρίζει τα δόντια της εκκωφαντικά. Ορμάει να μου σκίσει τη σάρκα. Παλεύω να ελευθερωθώ σαν τη μύγα. Με σφίγγει, μου πίνει την ανάσα, μου ρουφά τα δάκρυα. Χαμογελάει ξανά.
Ξεφεύγω. Βγαίνω απ’ το δωμάτιο. Κλειδώνω τη βαριά εξώπορτα. Τη φυλακίζω – νομίζω.
Τρέχω σε σκοτεινό δάσος. Τα πόδια μου βυθίζονται στη λάσπη. Σταματώ σ’ ένα ξέφωτο, έχει χαράξει. Σαν να μην της ξέφυγα ποτέ, μπορώ να νιώσω την ανάσα της, μυρίζει θυμό και πείσμα. Τυλίγει τα τριχωτά της άκρα γύρω από τον λαιμό μου. Είναι τώρα πιο αδηφάγα, πιο σκληρή, πιο αδυσώπητη. Αρνείται να με αφήσει. Ψάχνω διέξοδο. Τριγύρω, τα παιδιά της καλύπτουν κάθε πτυχή της χορταριασμένης γης. Με πλησιάζουν, με βήμα αργό. Κάποια ήδη με ακουμπούν.
«Σου ζητούν να τ’ αγκαλιάσεις», μου ψιθυρίζει η μάνα τους. «Μαζί θα τα μεγαλώσουμε».
[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]
εικόνα: Ángel Rubio – pexels.com