
Η πόρτα του νεκροταφείου βαριά, σιδερένια. Κρύα σύννεφα στριφογυρίζουν στον ουρανό. Κατεβαίνουν στη γη. Χαϊδεύουν τάφους, ορμάνε ανάμεσα στα δέντρα. Γεννάνε σκιές. Πλησιάζουν. Τα παιδιά φοράνε ριγέ φόρμες, άχρωμες. Τα πρόσωπά τους, βαμμένα άσπρα, με ψεύτικα χαμόγελα από κόκκινο κραγιόν. Γελωτοποιοί, κατάδικοι της σιωπής και όλων των χαδιών που έμειναν μετέωρα. Από το έδαφος, άσπρα λουλούδια σηκώνουν δειλά τα κεφάλια τους. Ένα κορίτσι ξεμακραίνει. Έρχεται προς το μέρος μου. Ανάκατα σγουρά μαλλιά γύρω απ’ τη μάσκα που φορά. Ο φόβος πάλλεται στο στήθος μου όπως το πουλί μέσα στο κλουβί. Απλώνει το χέρι της σαν να θέλει να παγιδέψει όλα τα αντίο, που ειπώθηκαν ποτέ, μέσα στη γροθιά της. Έχω μια παρόρμηση να της φωνάξω να τρέξει, όμως η γλώσσα μου έχει κλειδώσει όλα τα θέλω μου σε ένα μπαούλο με την επιγραφή «Η φωνή ξέρει τον δρόμο, μα δεν τον περπατά». Το κορίτσι στέκεται μπροστά μου και με κοιτάζει στα μάτια. Από το μυαλό μου περνούν όλα τα «θα μπορούσαν» που δεν θα υπάρξουν ποτέ. Μου προσφέρει ένα τσαλακωμένο λουλούδι.
«Εγώ είμαι εσύ, πριν σε ξεχάσω», λέει.
Εύχομαι να μπορούσε να γελάσει.
[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]
εικόνα: Wyxina Tresse – pexels.com