Ήρθες πάλι χθες το βράδυ με μορφή περιστεριού. Ξέρω ότι η ψυχή σου είναι μοιρασμένη σε όλα τα περιστέρια αυτού του κόσμου. Μου ζήτησες ένα ψιχουλάκι που είχε πέσει από το ψωμί που έτρωγα. Σ’ το έδωσα κι έσκυψα να σε φιλήσω. Έκλεισα τα μάτια κι ένιωσα το ζεστό σου μάγουλο με τα γένια που τσιμπούσαν. Σου ψιθύρισα «σ’ αγαπώ, μπαμπά…» Κι ύστερα πέταξες. Κι αμέσως, βρέθηκα σε έναν πανέμορφο κήπο. Είχες πάρει την ανθρώπινη μορφή σου αλλά όχι εκείνη τη θνητή. Ξυπόλυτος στο καταπράσινο γρασίδι, φορούσες ένα κοντό παντελονάκι κι ένα άσπρο φανελάκι λερωμένο με κόκκινο ζουμί από καρπούζι και κουκούτσια. Στο πρόσωπο είχες ένα παιδικό χαμόγελο κι είχες φτιάξει μια σφυρίχτρα από φύλλα καλαμποκιού για να καλείς τα περιστέρια. Γύρισες προς το μέρος μου χαμογελαστός. «Τι νόμισες; Θα έμενα για πάντα πουλί; Κάποια στιγμή θα γύριζα…» είπες.
Ευλαμπία Τσιρέλη
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναφερθεί η πηγή. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση.
