Ο Νικητής της Μοίρας – Αγγελική Ζευγολάτη

Photo by Meryl Katys on Pexels.com

Και να ‘τη, σαν φάντασμα, τυλιγμένη μέσα στα μαύρα της τούλια. Ετούτη τη φορά, ήρθε να με απειλήσει με λόγια και όχι με πράξεις.

“Καλή μου, δεν συντρέχει κανένας λόγος ταραχής. Πρέπει απλώς να με αποδεχθείς. Ακόμα και αν σε πονάω, να ξέρεις πως έτσι κάνω εγώ· πετάω τα παιδιά μου στα βράχια. Ελάχιστοι γλιτώνουν. Και, αν δεν με πιστεύεις, έλα να δεις. Όνειρα μεταμορφώνονται σε εφιάλτες και ευχές γίνονται αυταπάτες. Ο χρόνος κυλάει και αλίμονο σε όποιον πίστεψε πως θα τον σταματήσει. Είναι φίλος μου και εχθρός. Είναι συνοδοιπόρος. Με κάνει να γελάω σαν μεταστρέφει το ουρί του παραδείσου σε γριά ξεγδαρμένη. Περιμένω, σχεδόν εμμονικά, τη στιγμή που τα ρωμαλέα παλικάρια θα γίνουν ασθενικά κομμάτια τρεμάμενου κρέατος, που θα φτύνουν ροχάλες και θα καταριούνται τη μοίρα τους. Δηλαδή εμένα! Είμαι μοναδική να αδειάζω αγκαλιές και να πίνω δάκρυ από όπου κι αν προέρχεται, ακόμα και από συγκίνηση. Με παρακαλάνε άγγελοι χωρίς μιλιά να αφήσω τη ζωή, μα εγώ τη χτυπάω δυνατά μέχρι να ξεψυχήσει. Μαραίνω τ’ αγιοκλήματα και ρίχνω κατά γης τις γουλίτσες, τα αμύγδαλα που κρατούν με ευλάβεια στα χέρια τους τα μικρά παιδιά για να τραφούν. Κλέβω ακόμα και ήλιους, αλλά για σένα έχω άλλα σχέδια. Σκέφτομαι να ρίξω τη σχεδία σου σε ηλεκτρικά σύρματα και, όπως θα γίνονται εκρήξεις, να τις σβήσω στα πελάγη και να χαθούν και αυτές με τη σειρά τους”, είπε η Μοίρα.

Δεν άντεξα. Άστραψα και βρόντηξα. Κατέβηκα από τα ύψη μου να παλέψω τη Μοίρα μέσα στα πύρινα αλώνια. Πέρασα ξυράφι από τα χείλη μου και λόγχη από το στήθος. Γλώσσες από κόκκινο αίμα έγιναν πορφυρή λάβα που ορκιζόταν να κάψει τη Μοίρα.

“Άκου, για να τελειώνουμε. Εγώ έρχομαι απ’ τα σίγουρα που πιο αβέβαια δεν έχει. Σε ξέρω και με ξέρεις από την κοιλιά της μάνας μου. Με κοινώνησες νερό με αμίαντο σαν με πρωτόπιασες· και από τότε δεν με άφησες ποτέ. Σε ευχαριστώ. Σου χρωστάω αυτό που είμαι. Μα, για το καλό σου, φύγε. Δεν μπορείς να με δαμάσεις. Κυβερνάω το φως. Τραγουδώ ό,τι αγαπώ και μέσα στα μάτια μου είναι όλοι όσοι νόμισες ότι μου πήρες. Και όσα μου στέρησες τα καταράστηκε η ζωή και δεν υπάρχουν πια. Περπατάω με πόδια γυμνά σε πέτρες κοφτερές και, με το αίμα που στάζει, χαράζω πάνω τους ποιήματα. Μένω αθάνατη. Άνεμοι, γητευτές, με συνοδεύουν τώρα πια στα ταξίδια μου. Βρίσκω του Μαγιού ανθό σε βράχια ραϊσμένα και γλυκαίνω τις πληγές με ξύδι. Δεν γελιέμαι γιατί μου φανερώνονται όνειρα στην ανατολή του ήλιου. Και από το γινάτι σου εγώ έγινα βασίλισσα στου πόνου το παλάτι. Μα, εδώ που φτάσαμε, είναι ή εγώ ή εσύ. Χτύπα με όλη σου τη δύναμη αλλά να ξέρεις πως νικητής θα είναι αυτός που θα περάσει το δάχτυλό του μέσα από φωτιά και δεν θα βρει σημάδια”.

Σούρθηκε για να φύγει. Αναστενάξαν τα βουνά και αφρίσαν τα ποτάμια. Καθώς απομακρυνόταν, με κοίταξε με βλέμμα ικέτη. Χάρτινη, κάλπικη, μικρή, κακομοίρα, Μοίρα.


Η Αγγελική Ζευγολάτη ζει και γράφει στη Θεσσαλονίκη. Φοιτά στο Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium. Γιατρεύει πρώτα τη δική της ψυχή μέσω της γραφής, κι έπειτα τις ψυχές των άλλων.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.