Αθέατοι τόποι εντός | Ζησούλα Πέτρου (ψνμ)

Γοργόνες – αποδημητικά πουλιά, για έναν τόπο μυθικό που δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη. Γοργόνες – καγκουρό, με την ουρά στον μάρσιππο – όχι κάτω από τα σκέλια– έτοιμες να ισχυριστούν, σε όποιον τολμήσει να τις ρωτήσει, ότι ανήκουν στη Δύση και όχι στον εαυτό τους.  

Σε μια γραμμή που θα ήταν πράσινη, αν δεν ήταν εξόριστη από τον ήλιο, σκύβουν το κεφάλι και πορεύονται με κάθε τρόπο πιστεύοντας ότι τα όστρακα της θάλασσας τελούν υπό καθεστώς προστασίας και, σίγουρα, εξαίρεσης. Έχουν πειστεί, από τα ηλιοβασιλέματα στους βυθούς του παρελθόντος της Γης, ότι είναι μόνο θέμα χρόνου να γλιστρήσουν ανάμεσα στα κελύφη τους. Στοχεύουν στην ιερότητα της ένωσης με τα υψηλής αορατότητας και πλησμονής μαργαριτάρια των ερμητικά αμφίσημων αιδοίων. Πρόκειται για αποκλίνουσα συμπεριφορά, αήττητη πέρα από τον Άλφα Κενταύρου.

Τα μάτια τους πονάνε χωρίς την αλμύρα, στις φλέβες τους όμως έχουν θαλασσινό νερό και σύννεφα. Στο τέλος, ανασαίνοντας ρυθμικά, κρατώντας τους οφθαλμικούς βολβούς σφιχτά μέσα στις γροθιές τους, γλιστράνε απαλά ανάμεσα στα φύκια και καταπίνουν άμμο νομίζοντας ότι πρόκειται για άποψη και όχι για στάση.

[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]

εικόνα: Landiva Weber – pexels.com

ποιήματα | τμήμα εφήβων

Μιλάνε

Γυμνά κλαδιά στον ουρανό μπερδεμένα

όπου η σκιά κι η σιωπή γίνονται ένα.

Μελαγχολία στο δάσος περπατά

κι η αγωνία ψιθυρίζει απαλά.

Αόρατη ψύχρα απ’ τον άνεμο περνά

μονάχα η μοναξιά μου την κρατά.

-Σταματίνα


Θαλασσινό σπιτάκι

Η μοναξιά είναι αμέτρητη

σαν χαλίκια σκορπισμένα εδώ κι εκεί,

σαν μικρά σπίτια με παράθυρα

που αντανακλούν την ομορφιά.

Μια βάρκα,

μέσα της η γαλήνη ξαποσταίνει,

κοιτάει τα σύννεφα

– καθένα ΄ένας μικρός ουρανός

κρυμμένος απ’ τον ήλιο που τον καίει.

-Σεβήρα

Ο μπουφές | Στέλιος Εμίνογλου

Η μία ειδοποίηση μετά την άλλη. Είναι εύκολο να τις αγνοήσω. Όταν τελικά βρίσκω τη θέληση να ανοίξω την πόρτα, τα σκαλοπάτια γίνονται βαρίδια. Προσπαθώ μανιωδώς να θυμηθώ ποιος έχει γενέθλια. Η στροφή της σκάλας οδηγεί στην είσοδο. Δύο λευκά μπαλόνια, αριστερά και δεξιά. Η πόρτα της εισόδου μοιάζει βαριά και ακλόνητη. Μόλις αγγίζω το πόμολο, ανοίγει σαν χάρτινη. […] Πρέπει να προλάβω τον μπουφέ, σε δέκα λεπτά κλείνει. Ίσως δείξουν λίγη επιείκεια. Αλλά θα έχουν φάει τα πάντα. Τρέχω γύρω γύρω σε κύκλους. Όλα τα ποτήρια είναι χρησιμοποιημένα και στοιβαγμένα σε πυργίσκους. Κι όμως, όλοι δείχνουν διψασμένοι. Υπάρχει μια ουρά πίσω από τον πάγκο όπου καμιά δεκαριά καλοντυμένοι περιμένουν να πιούν νερό κατευθείαν από τη βρύση.    

Βρίσκω και αρπάζω ένα από τα τελευταία καναπεδάκια. Προτού καταπιώ, αισθάνομαι τρομερή δίψα και προσπαθώ να μπω στην ουρά με τους υπόλοιπους. Η υπομονή όλων αρχίζει να εξαντλείται. Ενώ αισθάνομαι τον άνδρα που στέκεται πίσω μου να με σπρώχνει μουρμουρίζοντας βρισιές, τέσσερις νέοι καταφτάνουν αλαφιασμένοι. Ο πιο ψηλός συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει κρέας στον μπουφέ. Προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να συγκρατήσει έναν από τους φίλους του από το να ορμήσει στο φαγητό. «Είναι μάταιο», του φωνάζει.   

[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]

εικόνα: Daria Andrievskaya – pexels.com

Αγώνας | Σταύρος Γραίκας

Δυο σώματα στην άμμο. Ρακέτες. Το μπαλάκι, ο ήχος. Βιαστικός. Μονά χτυπήματα, διπλά ακούγονται. Τα σώματα σε χορό θολό. Παύση καμία. Πέφτει το μπαλάκι. Σκύβω, το μαζεύω. Το ακολουθώ παραδομένος. Δεν γυρνούν το βλέμμα. Πέφτει ξανά. Δεν κουνιέμαι. Η άμμος σκεπάζει τα πόδια μου. Με κρατάει. Εγκλωβίζομαι.

Τώρα εγώ. Παίζω με τη ρακέτα. Γελάω.

Το φως είναι έντονο αλλά δεν έχει ζέστη. Ο ήχος βρέχεται. Εκείνα τα σώματα τώρα παίζουν βόλεϊ. Πάσες νευρικές. Άλματα χωρίς μπάλα. Οι παλάμες κολλάνε στο φιλέ. Σηκώνω τα χέρια. Δεν με βλέπουν. Ανοίγω το στόμα. Δεν με ακούν.

Πάλι εγώ. Κρατάω μπάλα. Αμούστακος, κοκκινισμένος με κίτρινη φανέλα. Η φωνή μου, βραχνιασμένη. Γελάω.

Στέκομαι ακίνητος, το βλέμμα γυρίζει. Αυτός με τη λευκή φανέλα κρατάει μια μπλε μπάλα. Την πετάει ψηλά. Πετάω μαζί της. Βλέπω μόνο τη σκιά της.

[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]

εικόνα: mostafa ft.shots pexels.com

Η αράχνη | Ιουλία Πλιάτσικα

Η αράχνη μπήκε στο δωμάτιό μου. Έχει κιόλας αρχίσει να πλέκει τον ιστό της στον απέναντι τοίχο. Μαγνητίζει το βλέμμα μου. Άθελά μου, αφήνω έναν αναστεναγμό. Με ακούει. Στρέφεται προς το μέρος μου. Τα μάτια της εκπέμπουν ένα καταπράσινο φως, από μέρη σκοτεινά. Από το στόμα της στάζει πηχτό αίμα. Χαμογελάει. Θέλω να τρέξω, αλλά ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω. Ανοίγω την πόρτα σιγανά,  να φύγω αθόρυβα. Το νιώθει. Τρίζει τα δόντια της εκκωφαντικά. Ορμάει να μου σκίσει τη σάρκα. Παλεύω να ελευθερωθώ σαν τη μύγα. Με σφίγγει, μου πίνει την ανάσα, μου ρουφά τα δάκρυα. Χαμογελάει ξανά.

Ξεφεύγω. Βγαίνω απ’ το δωμάτιο. Κλειδώνω τη βαριά εξώπορτα. Τη φυλακίζω – νομίζω.

Τρέχω σε σκοτεινό δάσος. Τα πόδια μου βυθίζονται στη λάσπη. Σταματώ σ’ ένα ξέφωτο, έχει χαράξει. Σαν να μην της ξέφυγα ποτέ, μπορώ να νιώσω την ανάσα της, μυρίζει θυμό και πείσμα. Τυλίγει τα τριχωτά της άκρα γύρω από τον λαιμό μου. Είναι τώρα πιο αδηφάγα, πιο σκληρή, πιο αδυσώπητη. Αρνείται να με αφήσει. Ψάχνω διέξοδο. Τριγύρω, τα παιδιά της καλύπτουν κάθε πτυχή της χορταριασμένης γης. Με πλησιάζουν, με βήμα αργό. Κάποια ήδη με ακουμπούν.

«Σου ζητούν να τ’ αγκαλιάσεις», μου ψιθυρίζει η μάνα τους. «Μαζί θα τα μεγαλώσουμε».

[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]

εικόνα: Ángel Rubio – pexels.com

Τα παιδιά που κατάπιε η σιωπή | Βανέσα Τοπούζη

Η πόρτα του νεκροταφείου βαριά, σιδερένια. Κρύα σύννεφα στριφογυρίζουν στον ουρανό. Κατεβαίνουν στη γη. Χαϊδεύουν τάφους, ορμάνε ανάμεσα στα δέντρα. Γεννάνε σκιές. Πλησιάζουν. Τα παιδιά φοράνε ριγέ φόρμες, άχρωμες. Τα πρόσωπά τους, βαμμένα άσπρα, με ψεύτικα χαμόγελα από κόκκινο κραγιόν. Γελωτοποιοί, κατάδικοι της σιωπής και όλων των χαδιών που έμειναν μετέωρα. Από το έδαφος, άσπρα λουλούδια σηκώνουν δειλά τα κεφάλια τους. Ένα κορίτσι ξεμακραίνει. Έρχεται προς το μέρος μου. Ανάκατα σγουρά μαλλιά γύρω απ’ τη μάσκα που φορά. Ο φόβος πάλλεται στο στήθος μου όπως το πουλί μέσα στο κλουβί. Απλώνει το χέρι της σαν να θέλει να παγιδέψει όλα τα αντίο, που ειπώθηκαν ποτέ, μέσα στη γροθιά της. Έχω μια παρόρμηση να της φωνάξω να τρέξει, όμως η γλώσσα μου έχει κλειδώσει όλα τα θέλω μου σε ένα μπαούλο με την επιγραφή «Η φωνή ξέρει τον δρόμο, μα δεν τον περπατά».  Το κορίτσι στέκεται μπροστά μου και με κοιτάζει στα μάτια. Από το μυαλό μου περνούν όλα τα «θα μπορούσαν» που δεν θα υπάρξουν ποτέ. Μου προσφέρει ένα τσαλακωμένο λουλούδι.

«Εγώ είμαι εσύ, πριν σε ξεχάσω», λέει.

Εύχομαι να μπορούσε να γελάσει.

[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]

εικόνα: Wyxina Tresse – pexels.com

Άσπρο | Αγγελική Βελισσαρίου

Δες, κοίτα τα πελώρια, πλατιά φύλλα. Καταπράσινα. Νιώσε το τραγανό φως. Τα πόδια σου αγγίζουν το μαλακό, ιριδίζον χορτάρι. Ευλογία. Το δωμάτιο είναι υπόσκαφο, δροσερό, λιτό, καθαρό, ιδανικό. Τόπος προσευχής, ανάπαυσης. Άσυλο ζωής. Κοίτα, όλα τα παιδιά μαζεμένα. Πρόσεχε. Ακούς το κλάμα; Φρόντισέ το. Πάρε και καθάρισέ το απαλά, προσεκτικά. Πάρε ένα ταιριαστό πανί – να μην το γδάρει, αλλά να κάνει τη δουλειά. Διώξε τις ακαθαρσίες, τις λάσπες, τα αίματα. Το φροντίζω, δεν βλέπεις; Κοίτα το. Αστράφτει τώρα. Έγινε λείο και αφράτο.


Ο καμβάς γεμίζει χρώματα, το πινέλο γλιστράει σβέλτα. Ζωγραφίζεις; Από πότε; Από τότε που ήρθα εδώ. Θα πρέπει να φύγεις κάποτε. Δεν θέλω, μη μου μιλάς, κοίτα μόνο. Τρέξε, φωτιά μυρίζει. Ήρθαν πάλι αυτές. Γιατί δεν αφήνουν τα παιδιά ήσυχα; Δεν φτάνει που τα κούρεψαν, τώρα θέλουν και να τα κάψουν; Τρέχω, φωτιά μυρίζει. Όλα μαυρίσαν.

Ανακούφιση. Ατόλες στη σειρά, καταμεσής της αβύσσου. Τα κρεβάτια είναι άθικτα. Τα παιδιά κάθονται ανασηκωμένα πάνω στα σωσίβιά τους, κοιτώντας με ελαφίσια μάτια, αλλά το ταβάνι ψηλώνει όλο και περισσότερο. Ενώνονται όλα σαν τόξο στην κορυφή. Τα παράθυρα διάφανα, καθαρά, τεράστια, καμπυλώνουν προς τα ουράνια. Ο κήπος γιγαντώθηκε ή εμείς μικρύναμε;


Τώρα πια μόνο το άσπρο μένει. Κύμα καθαρτικό. Ταξιδεύουμε.

[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]

εικόνα: Magda Ehlers – pexels.com

Φεγγάρι στον καθρέφτη | Μαρία Ατσιάρη

Το αργυρό φεγγάρι κρύβεται, ένας άντρας δίχως πρόσωπο κατεβαίνει τις σκάλες, αργά, κοιτώντας με στα μάτια. Το ειρωνικό του χαμόγελο στάζει σαν σάλιο στα σκαλοπάτια. Ένα-ένα διαλύονται. Καταρρέουν σαν ποταμός. Ανελέητος.

Ο φόβος με παραλύει, δεν μπορώ να κουνηθώ. Πουθενά φως, μόνο σκοτάδι. Ένα σκοτάδι με χέρια, ξεδιάντροπα αρπάζει τα μάτια μου και με πνίγει.

Νεκρική σιωπή. Ένα κοράκι κάθεται ασάλευτο στο σύρμα. Τα πόδια μου βιδωμένα στο σανίδι και από κάτω, κενό. Γυρνάω το κεφάλι προς τα πάνω, μια πράσινη πόρτα κλείνει στα μούτρα μου. Ο γδούπος με τρομάζει.

Ο άντρας χωρίς πρόσωπο συνεχίζει να με κοιτάει, με χλευάζει. Το φως του φεγγαριού χύνεται σαν προβολέας. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, μα δεν είμαι ο εαυτός μου. Πιάνω με τα χέρια μου κάθε σημείο του προσώπου μου. Ασημένια σκόνη στάζει στο στόμα μου. Κοιτάζω ακόμα μια φορά τον καθρέφτη: ο άντρας δίχως πρόσωπο.

[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]

εικόνα: Allan Carvalho – pexels.com

Το φεγγάρι του Kάστορα | Βιργινία Λαφαζανίδου

Στο μπαλκόνι άνθιζε μαύρη η νύχτα. Η μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα μιας μικρής μοναχικής ελιάς, που φύτρωσε σε τόπο ξένο, μου τραγουδούσε να βγω, να πάρω τις ρίζες της και να πλέξω καλάθια, να τα γεμίσω ιστορίες από βαθιές σπηλιές.

Το κόκκινο ρολόι μάτωσε και το ζεστό αίμα έτριξε με θόρυβο στο παγωμένο του σώμα. Σαν φάρος, το φεγγάρι του Κάστορα τρεμόπαιξε στον φουρτουνιασμένο ουρανό, κάνοντας σινιάλο στο καράβι. Χέρια κουπιά, δάκρυα βροχή, μια αστραπή χρυσό σχοινί ρίχνει στο καράβι το θαλασσοπνιγμένο, σε κομήτες και αστερόσκονες τσακισμένο.

Έσπασε σε χίλια κομμάτια. Το σπίτι γέμισε νερό. […] Τα χέρια μου, λεπτά σχοινιά τυλιγμένα στον λαιμό της μικρής ελιάς, προσπαθούν να κρατηθούν σ’ έναν κόσμο που σαλπάρει.

[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]

εικόνα: Byron Badenhorst (upside-down) – pexels.com

Το πέρασμα | Ηλίας Μπούτης

Πότε μπορούμε να περάσουμε; Τα σκυλιά γαβγίζουν γιατί τα αίματα στις φλέβες μας κάνουν κόμπους και πετάγονται. Μυρίζουν τον φόβο. Μας κοιτάνε με το μαύρο τους βλέμμα. Κάθε βήμα, ένας κρότος. Κάθε βήμα, μαύρα λουλούδια στο χώμα.

«Θα περάσουμε πριν τις πέντε;»

«Το πρωί ή το απόγευμα;»

Το αίμα στις φλέβες είναι κόκκινο. Ένας γέρος μπροστά στον δρόμο έχει πεθάνει. Γνωστός ή όχι, το βλέμμα δεν μπορεί να μείνει εκεί. Μας κοιτάζουν με απορία. Θα περάσουμε μέσα από τις κραυγές τους; Δεν έχουμε αποφασίσει.

[Κείμενο που προέκυψε από το σεμινάριο “Τα όνειρα στη Λογοτεχνία” – σουρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, το όνειρο ως λογοτεχνικό υλικό – Οκτώβριος 2025 – Εργαστήρι Συγγραφής Imaginarium]

εικόνα: Nur Yilmaz – pexels.com