Οδηγίες προς ναυτιλομένους – Λίνα Γεωργίου

Photo by Pexels.com

Ήτανε τότε, στην αρχή,

που μπήκε μες στη σκέψη μου να φτιάξω μία τράτα.

Με κόπο έζεψα τα όνειρα που πιλαλούσαν γύρω,

τα ένωσα με τις χαρές που πίστευα θα ζήσω,

με τέχνη τα μαστόρεψα, να ξέρεις,

κι έφτιαξα το σκαρί της.

Στην πλώρη σκάλισα, με περηφάνια περισσή,

εικόνες που κάποτ’ ήλπιζα με δέος ν’ αντικρίσω,

το ‘να κουπί απ’ αγκαλιές που ήτανε να νοιώσω 

και τ’ άλλο όλοι οι τολμηροί χοροί,

που με λαχτάρα πρόσμενα και γω να τους χορέψω.

Στην κουπαστή της στόλισα του κόσμου τα λουλούδια.

Για πλήρωμα αποφάσισα πρόσωπα αγαπημένα

-τον έρωτα, τους φίλους και τ’ αδέρφια,

τη μάνα μου και τον πατέρα.

Την πρύμη την απέφευγα, μα έπρεπε να γίνει.

Γι’ αυτό, με κάποιον σεβασμό, στρίμωξα τους καημούς μου

μέσα σε σκέψεις σκοτεινές που έκανα πως δεν βλέπω.

Έτσι λοιπόν, σαν έγινε κι αυτό το τελευταίο,

Έτοιμος! φώναξα με ορμή, για το μακρύ ταξίδι!

Μα με γελάσανε πολύ και χρόνια ατενίζω

μπροστά μονάχα χέρσα γη.

Κι ακόμα, ο άμοιρος, να μπω στη θάλασσα ελπίζω.


Η Λίνα Γεωργίου ζει και γράφει στη Θεσσαλονίκη. Αγαπά την ποίηση, τα παιδιά και τον σουρεαλισμό. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium. Διήγημά της βρίσκεται στην υπό έκδοση νέα ανθολογία του εργαστηρίου, ενώ συμμετέχει με ποιήματα στο ποιητικό Project Πλανήτης 14. Το ποίημα βασίζεται σε άσκηση του Εργαστηρίου.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Η Γέφυρα – Ελένη Παμπουκίδου

Η Γέφυρα ήταν εκλεκτό υπόδειγμα του είδους της, ζηλευτή ανάμεσα στις κατώτερες, πενιχρές αδελφές της. Η αφεντιά της ήταν καμωμένη από τμήματα λείου, εβένινου γρανίτη. Τα κομμάτια αυτά ρουφούσαν αφειδώς το ελάχιστο φως της σελήνης που τολμούσε να διαπεράσει τα νέφη, αντανακλώντας μια υποχθόνια λάμψη. Υψωνόταν σε μια διεστραμμένη, αλήθεια, καμπύλη που θύμιζε σπασμένη σπονδυλική στήλη αρουραίου. Τα κάγκελα ήταν σμιλεμένα από μια πάλλευκη, προαιώνια πέτρα που έμοιαζε με ξασπρισμένο οστό στο σεληνόφως. Στις τέσσερις άκρες των κιγκλιδωμάτων δέσποζαν υπεροπτικά τέσσερις πανομοιότυποι φανοστάτες, ειρωνικά σβησμένοι. Κάτω από την τρομερή θωριά της Γέφυρας, το νερό έρρεε μαύρο, όμοιο με το στομαχικό οξύ κάποιου κερασφόρου δαίμονα.

Η αλλόκοτη Γέφυρα με καλούσε θαρρείς να γίνω μέλος της πέτρινης σαρκός της. Η απόκοσμη αύρα της, σε συνδυασμό με τα λυγερόκορμα δένδρα, όμοια με τρίχινα πόδια αραχνοειδούς, που την στεφάνωναν, με γέμισαν με πρωτόγνωρη φρίκη. Όντας όμως περίεργος εκ φύσεως, επιβλήθηκα στο τρεμάμενο σώμα μου και επέμεινα να τη διασχίσω. Ας πρόσεχα.

Μόλις εναπόθεσα το πέλμα μου πάνω της, διέκρινα με τους αδύναμους οφθαλμούς μου έναν χλωμό, αναίσθητο άνδρα σκεπασμένο με ένα πέπλο αραχνοΰφαντης ομίχλης και δελεαστικών μυστικών. Όντας, όπως προείπα, περίεργος, πλησίασα προσεχτικά τον κοιμώμενο. Έκανα πέρα το φτιαγμένο από σκληρή, χειμωνιάτικη τσόχα, ψηλό, πλατύγυρο καπέλο του και, με φρίκη, αντίκρισα ένα κενό πρόσωπο να παίρνει τη μορφή μου. Τότε, με κινήσεις αργές και θολές, σαν βγαλμένες από μεθυσμένο όνειρο, ο άλλος εγώ με έσπρωξε πάνω στην επιφάνεια της γέφυρας. Εκείνη με  απορρόφησε με ένα γουργουρητό ευχαρίστησης και άφησε τον άλλον να φύγει. Της είχε προσφέρει άλλωστε ικανοποιητικό γεύμα. Αυτός, με τη σειρά του, απέκτησε μια ικανοποιητική νέα ταυτότητα. Η συναλλαγή ολοκληρώθηκε.


Η Ελένη Παμπουκίδου ζει και γράφει στη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζει Ψυχολογία στο Α.Π.Θ. και είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium. Διήγημά της βρίσκεται στην υπό έκδοση νέα ανθολογία του εργαστηρίου. Αγαπά τον σουρεαλισμό και τη φαντασία. Το κείμενο βασίζεται σε άσκηση του Εργαστηρίου.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Χαϊκού για τον Έρωτα (σύνθεση) – Έβελιν Ψάλτη

Photo by Flora Westbrook on Pexels.com

Άλλη μια Αυγή

Ανάσα με το ζόρι 

Πώς κουράστηκα…

Χαμένη είμαι

Σε ερώτημα φριχτό

Πού να ‘χεις πάει;

Πόνος μεγάλος 

Ο αποχωρισμός μας 

Δεν απαλύνει

Τριαντάφυλλο 

Κόκκινο του έρωτα 

Μαραμένο πια 


Η Έβελιν Ψάλτη ζει και γράφει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium και διήγημά της βρίσκεται στην υπό έκδοση νέα ανθολογία του εργαστηρίου. Συμμετέχει με ποιήματα στη συλλογή ποίησης Project Πλανήτης 14. Αγαπά την επιστημονική φαντασία και την ποίηση. Τα χαϊκού βασίζονται σε άσκηση του Εργαστηρίου.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Ο Νικητής της Μοίρας – Αγγελική Ζευγολάτη

Photo by Meryl Katys on Pexels.com

Και να ‘τη, σαν φάντασμα, τυλιγμένη μέσα στα μαύρα της τούλια. Ετούτη τη φορά, ήρθε να με απειλήσει με λόγια και όχι με πράξεις.

“Καλή μου, δεν συντρέχει κανένας λόγος ταραχής. Πρέπει απλώς να με αποδεχθείς. Ακόμα και αν σε πονάω, να ξέρεις πως έτσι κάνω εγώ· πετάω τα παιδιά μου στα βράχια. Ελάχιστοι γλιτώνουν. Και, αν δεν με πιστεύεις, έλα να δεις. Όνειρα μεταμορφώνονται σε εφιάλτες και ευχές γίνονται αυταπάτες. Ο χρόνος κυλάει και αλίμονο σε όποιον πίστεψε πως θα τον σταματήσει. Είναι φίλος μου και εχθρός. Είναι συνοδοιπόρος. Με κάνει να γελάω σαν μεταστρέφει το ουρί του παραδείσου σε γριά ξεγδαρμένη. Περιμένω, σχεδόν εμμονικά, τη στιγμή που τα ρωμαλέα παλικάρια θα γίνουν ασθενικά κομμάτια τρεμάμενου κρέατος, που θα φτύνουν ροχάλες και θα καταριούνται τη μοίρα τους. Δηλαδή εμένα! Είμαι μοναδική να αδειάζω αγκαλιές και να πίνω δάκρυ από όπου κι αν προέρχεται, ακόμα και από συγκίνηση. Με παρακαλάνε άγγελοι χωρίς μιλιά να αφήσω τη ζωή, μα εγώ τη χτυπάω δυνατά μέχρι να ξεψυχήσει. Μαραίνω τ’ αγιοκλήματα και ρίχνω κατά γης τις γουλίτσες, τα αμύγδαλα που κρατούν με ευλάβεια στα χέρια τους τα μικρά παιδιά για να τραφούν. Κλέβω ακόμα και ήλιους, αλλά για σένα έχω άλλα σχέδια. Σκέφτομαι να ρίξω τη σχεδία σου σε ηλεκτρικά σύρματα και, όπως θα γίνονται εκρήξεις, να τις σβήσω στα πελάγη και να χαθούν και αυτές με τη σειρά τους”, είπε η Μοίρα.

Δεν άντεξα. Άστραψα και βρόντηξα. Κατέβηκα από τα ύψη μου να παλέψω τη Μοίρα μέσα στα πύρινα αλώνια. Πέρασα ξυράφι από τα χείλη μου και λόγχη από το στήθος. Γλώσσες από κόκκινο αίμα έγιναν πορφυρή λάβα που ορκιζόταν να κάψει τη Μοίρα.

“Άκου, για να τελειώνουμε. Εγώ έρχομαι απ’ τα σίγουρα που πιο αβέβαια δεν έχει. Σε ξέρω και με ξέρεις από την κοιλιά της μάνας μου. Με κοινώνησες νερό με αμίαντο σαν με πρωτόπιασες· και από τότε δεν με άφησες ποτέ. Σε ευχαριστώ. Σου χρωστάω αυτό που είμαι. Μα, για το καλό σου, φύγε. Δεν μπορείς να με δαμάσεις. Κυβερνάω το φως. Τραγουδώ ό,τι αγαπώ και μέσα στα μάτια μου είναι όλοι όσοι νόμισες ότι μου πήρες. Και όσα μου στέρησες τα καταράστηκε η ζωή και δεν υπάρχουν πια. Περπατάω με πόδια γυμνά σε πέτρες κοφτερές και, με το αίμα που στάζει, χαράζω πάνω τους ποιήματα. Μένω αθάνατη. Άνεμοι, γητευτές, με συνοδεύουν τώρα πια στα ταξίδια μου. Βρίσκω του Μαγιού ανθό σε βράχια ραϊσμένα και γλυκαίνω τις πληγές με ξύδι. Δεν γελιέμαι γιατί μου φανερώνονται όνειρα στην ανατολή του ήλιου. Και από το γινάτι σου εγώ έγινα βασίλισσα στου πόνου το παλάτι. Μα, εδώ που φτάσαμε, είναι ή εγώ ή εσύ. Χτύπα με όλη σου τη δύναμη αλλά να ξέρεις πως νικητής θα είναι αυτός που θα περάσει το δάχτυλό του μέσα από φωτιά και δεν θα βρει σημάδια”.

Σούρθηκε για να φύγει. Αναστενάξαν τα βουνά και αφρίσαν τα ποτάμια. Καθώς απομακρυνόταν, με κοίταξε με βλέμμα ικέτη. Χάρτινη, κάλπικη, μικρή, κακομοίρα, Μοίρα.


Η Αγγελική Ζευγολάτη ζει και γράφει στη Θεσσαλονίκη. Φοιτά στο Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium. Γιατρεύει πρώτα τη δική της ψυχή μέσω της γραφής, κι έπειτα τις ψυχές των άλλων.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Η Προσφορά- Βασίλης Καραβασίλης

Η νύχτα είναι παγερή και άναστρη. Το ανήμπορο φεγγάρι μοιάζει παγιδευμένο στον συννεφένιο  ιστό μιας ουράνιας αράχνης. Το σεληνόφως αντανακλάται στις λιγοστές λίμνες νερού στις άκρες του λιθόστρωτου μετά τη νεροποντή. Χαμηλή πυκνή ομίχλη αρχίζει να ίπταται μέσα στην πόλη.

Προχωρώ με γρήγορα και αποφασιστικά βήματα. Η βαριά, μουσκεμένη καπαρντίνα μου σχεδόν γλείφει τον δρόμο.  Αισθάνομαι τη διαπεραστική υγρασία να τρυπά την ψυχή μου. Μέσα μου βράζει η οργή. Μπορώ ακόμα να ακούσω μέσα μου, με ανατριχιαστική καθαρότητα, τις θρηνητικές ικεσίες της γυναίκας και των παιδιών μου, καθώς και τις αποτρόπαιες, γεμάτες άγνοια και μίσος, κραυγές του όχλου.

«Κάψτε τη μάγισσα!» «Σκοτώστε τη σπορά του διαβόλου!» φώναζαν με λύσσα.

Έπειτα από προσπάθειες μηνών, είχα καταφέρει να ανακαλύψω το αντίδοτο στην ασθένεια που μάστιζε την πόλη εδώ και καιρό. Οι μέθοδοί μου θεωρήθηκαν αιρετικές και βλάσφημες. Ό,τι δεν καταλάβαιναν, τους τρόμαζε. Με κατηγόρησαν πως εγώ, ένας κοινός θνητός, προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω τα μυστικά του Θεού. Η τιμωρία μου ήταν να δω την οικογένειά μου να καίγεται στην πυρά, με τις ζωηρές επευφημίες του πλήθους να σκεπάζουν το γοερό ουρλιαχτό μου.

Πλησιάζω το νεκροταφείο στην έξοδο της πόλης. Τα επιβλητικά κάγκελα, που τα αγκαλιάζει το σκοτάδι, μοιάζουν με πλεγμένα κλαδιά στην είσοδο κάποιου αφιλόξενου δάσους. Εγώ, σαν νεκρός στο σώμα ενός ζωντανού, κυνηγώ έναν θρύλο. Τον θρύλο ενός πλάσματος που έχει ξεγελάσει τον θάνατο και διψά για ανθρώπινο αίμα.

Μπαίνω στο νεκροταφείο και, μετά από λίγα βήματα, γονατίζω και χτυπώ με λύσσα τη γροθιά μου στο έδαφος. Κάλεσμα. Νιώθω ένα ελαφρύ άγγιγμα στον ώμο μου. Γυρνώντας, αντικρίζω μια θεόρατη φιγούρα με απόκοσμα, κίτρινα μάτια που λάμπουν στο πενιχρό φως του φεγγαριού. Το διαπεραστικό του βλέμμα διαβάζει την οδύνη και τον θυμό μου. Γυμνώνω θεληματικά τον λαιμό μου χαμογελώντας. Οι σκέψεις μου είναι γεμάτες αίμα και εκδίκηση. 


Ο Βασίλης Καραβασίλης ζει και γράφει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium. Ασχολείται με τα φάρμακα του σώματος, αλλά και με το φάρμακο της ψυχής, την ποίηση. Το κείμενο βασίζεται σε άσκηση του Εργαστηρίου.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Η φωνή του βουνού – Νίκος Βογιατζής

Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, το βλέμμα μου έπεσε στο θολό από υγρασία τζάμι. Έξω έπεφτε χιόνι πυκνό. Κάλυπτε αργά τα κλαδιά των ελάτων. Σηκώθηκα νωχελικά και, αφού τεντώθηκα για να ξεπιαστώ, προχώρησα προς την κουζίνα. Περνώντας από το κυρίως σαλόνι του καταφυγίου, πρόσεξα ότι η φωτιά στο τζάκι είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται. Την τάισα φρέσκο ξύλο και, μόλις πήρε τα πάνω της, συνέχισα για να πάω να φτιάξω πρωινό. Ζεστός καφές, αχνιστό ψωμί, βούτυρο και μέλι. Τα έβαλα όλα σε έναν δίσκο και κάθισα στο ξύλινο τραπέζι, δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία.

Η χιονόπτωση ήταν τώρα πιο αραιή, τόσο ώστε να μπορώ να παρακολουθήσω μία και μόνο χιονονιφάδα στο ταξίδι της προς τη βεράντα. Ήπια μια γουλιά καφέ για να ζεστάνω το μέσα μου, και μια μπουκιά ψωμί με μέλι για να με γλυκάνει. Άπλωσα το χέρι μου στη στοίβα με τα βιβλία και διάλεξα ένα αστυνομικό, για να με συντροφεύσει όσο έτρωγα.

Είχα διαβάσει περίπου τρεις σελίδες, όταν άκουσα μια φωνή. Ήταν ζεστή και απαλή σαν μάλλινη κουβέρτα. Ερχόταν απ’ έξω και έλεγε μόνο μία λέξη: «Έλα». Σαν υπνωτισμένος, φόρεσα το μπουφάν μου, γάντια και κασκόλ, και βγήκα στη χιονισμένη πλαγιά του βουνού. Άρχισα να ανηφορίζω, περνώντας κάτω από πανύψηλα δέντρα, αφήνοντας βαθιά ίχνη στο πάλλευκο έδαφος. Η φωνή γινόταν όλο και πιο έντονη, πιο γλυκιά, πιο ζεστή. Έμοιαζε να έρχεται μαζί με τον αέρα και να εισχωρεί μέσα μου με κάθε αναπνοή.

Χωρίς να το καταλάβω, έφτασα στην κορυφή. Και τότε την είδα. Ήταν ντυμένη με ένα φόρεμα μακρύ, φτιαγμένο από φως. Είχε ξανθά μαλλιά που έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό της και κάλυπταν τα μάτια της. Χαμογελούσε. Γύρω από τα πόδια της, μικρές τούφες από χορτάρι είχαν φυτρώσει. Τα χέρια της ήταν απλωμένα προς το μέρος μου. Έτρεξα κοντά της και μπήκα στην αγκαλιά της.

Ένιωσα τα πάντα. Άκουγα τις φωνές των δέντρων, των ζώων, ολόκληρου του βουνού. Άκουσα όλες τις ιστορίες που κρατούσαν κρυμμένες, ιστορίες χαράς και λύπης, ζωής και θανάτου. Για το πώς οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν μαζί τους αρμονικά, μιλούσαν μαζί τους και τους φέρονταν με σεβασμό. Και για το πώς τώρα έχουν ξεχαστεί όλα αυτά, πώς η φωνή τους σώπασε στα αυτιά των ανθρώπων, παρόλο που μιλούν και φωνάζουν και ουρλιάζουν κάθε μέρα για να τους προσέξουν.

Άκουσα χιλιάδες ιστορίες, αν και είχαν περάσει λίγα λεπτά. Όταν σταμάτησαν οι φωνές, με όσες δυνάμεις μού είχαν απομείνει, ρώτησα: «Τι μπορώ εγώ να κάνω για σας;» Αλλά πριν προλάβω να πάρω απάντηση, έσβησαν τα πάντα.

***

Ξύπνησα στο κρεβάτι μου, πίσω στο σαλέ. Το κεφάλι μου πονούσε και προσπαθούσα να καταλάβω αν όλα αυτά είχαν όντως συμβεί ή ήταν ένα όνειρο. Μέχρι που κοίταξα στο τζάμι και πήρα την απάντησή μου. Στο γυαλί, γραμμένο πάνω στην πρωινή πάχνη ήταν γραμμένη μία λέξη: «Άκου».


Ο Νίκος Βογιατζής ζει, γράφει και αυτοσχεδιάζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Το πέταγμα – Γιάννης Λαζαρίδης

Ο Χόρχε έπιασε μια μάλλινη μπάλα και την πέταξε στο ξύλινο πάτωμα με ένα βλέμμα ουδέτερο, χωρίς χαρά ή λύπη· ένα βλέμμα πεισματικά προσκολλημένο εδώ και ώρες στο άνοιγμα των δύο ξεφτισμένων παραθυρόφυλλων που έβλεπαν στο απέναντι, γειτονικό, σιωπηλό διαμέρισμα. Η μπάλα προσγειώθηκε στη βαριεστημένη μουσούδα του Ντιέγκο, του πιστού του γάτου, που ξάπλωνε με την ίδια απάθεια στο σκονισμένο πάτωμα. Αν δεν υπήρχε η φυσική διάκριση μεταξύ ανθρώπου και ζώου, θα έλεγε κανείς πως ο Ντιέγκο ήταν πραγματικό παιδί του Χόρχε. Είχαν και οι δυο τους πορτοκαλί μαλλιά, και μάτια γαλάζια με κόρες σχιστές. Τα σώματά τους ήταν απλωμένα στις θέσεις τους, χωρίς ενδιαφέρον για το οτιδήποτε.

Ο Χόρχε στεκόταν νεκρικά ακίνητος φορώντας μια κόκκινη ρόμπα και ένα μαύρο εσώρουχο. Με γένια ατημέλητα, δεκατεσσάρων ημερών, είχε βολευτεί σε μια χαμηλή πολυθρόνα, αφήνοντας τα χέρια του και τα πόδια του να αιωρούνται σχεδόν παράλυτα, σαν αράχνη που περιμένει υπομονετικά το επόμενό της θήραμα.

Μονάχα που ο Χόρχε δεν είχε βλέψεις μήτε για θηράματα μήτε για ζωή. Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που ανακοινώθηκε η καραντίνα και, τώρα πια, θαρρείς πως εκείνη η μοιραία ανακοίνωση είχε ναρκώσει κάθε του όρεξη για ζωή και οξυγόνο. Ένιωθε παράλυτος μπροστά στην ησυχία του κόσμου.

Ξαφνικά, ένα λευκό περιστέρι προσγειώθηκε στο περβάζι του παραθύρου, στάθηκε για λίγα δεύτερα να ξαποστάσει, και έπειτα άνοιξε ξανά τα φτερά του και πέταξε. Ο Χόρχε πετάχτηκε αναστατωμένος προς το παράθυρο παρατηρώντας, με μάτια που μαρτυρούσαν ζήλια, το περιστέρι που πετούσε από περβάζι σε περβάζι, ελεύθερο και αδέσμευτο. “Ένα περιστέρι”, παρατήρησε με θλίψη καθώς ο Ντιέγκο τριβόταν στοργικά στα πόδια του, μες στην ακαταμάχητη αθωότητά του.

Έριξε ένα βλέμμα σε όλα τα κτίρια της γειτονιάς. Νεκρική σιγή. Στο μυαλό του όμως είχε μείνει ο απόηχος των φτερών. Ένα μικρό χαμόγελο έσπασε διστακτικά τη σκοτεινιά του προσώπου του. Φόρεσε όπως όπως ένα καρό πουκάμισο και ένα κοντό παντελόνι, άρπαξε τον Ντιέγκο αγκαλιά, και πέρασε το κατώφλι της πόρτας σφυρίζοντας το αγαπημένο του τραγούδι. “Καιρός να ξεμουδιάσουμε τα φτερά μας”, μουρμούρησε ανάμεσα στα σφυρίγματα και το πρόσωπό του φώτισε, ξαφνικά, ακόμα περισσότερο.


Ο Γιάννης Λαζαρίδης ζει και γράφει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium και συμμετέχει στην ανθολογία Μυθιστορίες Φαντασίας.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Τα κόκκινα γράμματα – Ραφαέλα Svensson

Ανάμεσα στην καταχνιά του τραγικού δάσους των σκιών, μαύρες παρουσίες έσκιζαν την ομίχλη. Τα πνεύματα του Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν για τα καθιερωμένα κόκκινα γράμματα. Κάθε ένα επέλεγε τον άνθρωπο που θα ξελόγιαζε και στη συνέχεια παρέδιδε το γράμμα του μέσω κάποιου ονείρου. Εάν ο παραλήπτης δεν κατάφερνε να φέρει εις πέρας την αποστολή του, εισερχόταν στον κόσμο των σκιών και γινόταν ένα με το δάσος.

«Agnes lofbjorn, η αποστολή σου είναι να δηλητηριάσεις τον βασιλιά. Έχεις τρεις ημέρες για να ρίξεις τη δύναμη του στέμματος στις κόρες της Εκάτης».

Τα μάτια της άνοιξαν τρομακτικά γρήγορα. Η φλόγα του κεριού άφηνε σχήματα στον τοίχο, όμοια με τα σκίτσα που συνήθιζε να σκαρώνει. Σκούρες πολύπλοκες γραμμές που μπλέκονταν η μια στην άλλη, σχήματα μυτερά και αχόρταγα, έτοιμα να κατασπαράξουν όλο το χαρτί που τους δινόταν ώστε να επιζήσουν. Έξω από την οικία ακουγόταν μονάχα ο άνεμος που έκανε τις πόρτες να τρίζουν και τα κεριά να σβήνουν, όπως οι ψυχές των κατοίκων τέτοια εποχή. Η κοπέλα έριξε μια κλεφτή ματιά στον γάτο της και έπειτα χώθηκε κάτω από τη διπλή μαυροκέντητη κουβέρτα για ακόμη λίγο ύπνο.

Το επόμενο πρωί, στην κεντρική πλατεία, βρέθηκαν δύο κεφάλια, χωρίς παραπάνω στοιχεία. Στα βρωμερά πλακάκια υπήρχε λευκή σκόνη μέσα και γύρω από τα ρούχα των νεκρών. Ο τελάλης της πόλης είχε ήδη ξεκινήσει το νεκρικό άσμα για τη μετάδοση των νέων.

Η Agnes ξύπνησε από τον εκνευριστικό ήχο, άρπαξε τον σάκο της και ξεκίνησε για το κάστρο. Πέρασε από το στενό με τα μικρομάγαζα με τις κλωστές, και έκοψε δρόμο από το δάσος που απέφευγαν όλοι. Τάχυνε το βήμα της καθώς παρατηρούσε βασανισμένες μορφές που ούρλιαζαν ικετευτικά πάνω στους ακίνητους κορμούς, λες και πρωταγωνιστούσαν σε βουβή σκηνή θεάτρου. Πατούσε τα πεσμένα κλαριά με μανία προκειμένου να βγει από το τοπίο φρίκης όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο σκοπός της ήταν ένας: να επιβιώσει.

Περπατούσε όλη μέρα. Μόλις έφτασε στην πύλη, πήρε μια βαθιά ανάσα και κάλυψε το πρόσωπό της με την κουκούλα του φορέματος. Οι φρουροί ευτυχώς δεν της έδωσαν καν σημασία αφού έπαιζαν ζάρια. Κρύφτηκε μέσα σε μια εμπορική άμαξα και έτσι τρύπωσε στα τείχη της πόλης. Αν και ένιωθε υπνωτισμένη, ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Μέσα στην τσέπη της υπήρχε το κλειδί της βασιλικής κάμαρας. Περίμενε υπομονετικά την εμφάνιση της σελήνης, την ώρα που οι υπόλοιποι του είδους της θα έπεφταν σε έναν μικρό λήθαργο. Ήταν η στιγμή να κάνει το καθήκον της. Πρώτα έβαλε φωτιά στους κύριους αχυρώνες. Φώναξε δυνατά ώστε να ξυπνήσουν όλοι και οι φρουροί να τρέξουν προς τα εκεί. Τρύπωσε στα μαγειρεία, χτύπησε με το τηγάνι μια καμαριέρα και ντύθηκε με τα ρούχα της. Άρπαξε έναν δίσκο με καυτό τσάι και ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο δωμάτιο του βασιλιά.

«Έφερα το τσάι του βασιλιά», πρόφερε με χαμηλωμένο βλέμμα στους φρουρούς, και μπήκε με επιτυχία μέσα. Έβγαλε αθόρυβα τη λεπίδα από το μανίκι της και έκοψε τον λαιμό του βασιλιά. Έβαλε το στέμμα στον σάκο της, κατέβηκε από τον κισσό του κεντρικού παραθύρου στο έδαφος και έτρεξε προς το δάσος.

Την τρίτη μέρα η Agnes ξύπνησε χωρίς τη μνήμη της. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Το σώμα της ήταν ένας μονοκόμματος κορμός.

«Agnes lofbjorn, η αποστολή σου ήταν να πας κόντρα στο όνειρό σου. Απέτυχες», είπε μια φωνή μέσα από το δάσος.


Η Ραφαέλα Svensson ζει, γράφει και ζωγραφίζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.