
[Aφiέρωμα Halloween 2022]
Η γυναίκα περπατούσε με βήματα βαριά. Διέσχιζε το απομονωμένο δρομάκι που την οδηγούσε στα όρια της πόλης. Γύρω της, εγκαταλελειμμένα σπίτια, ξερά φύλλα και υγρασία, σαν να περνούσε από το μέρος ο θάνατος. Υπήρχε απόλυτη ησυχία, τόσο που η γυναίκα άκουγε μόνο τη λαχανιασμένη της ανάσα. Είχε περπατήσει τόσα χιλιόμετρα για να φτάσει εκεί… Κάθε βήμα όμως άξιζε τη θυσία. Μπροστά σε αυτό που της υποσχέθηκε εκείνη πως θα αντίκριζε, άξιζε κάθε θυσία. Εκείνη η μέρα ήταν η τελευταία της ελπίδα.
Μέσα στο μυαλό της επανέλαβε άλλη μια φορά τις οδηγίες που της έδωσε εκείνη.
«Στα άκρα της πόλης θα βρεθείς,
εκεί όπου νομίζεις πως φαντάσματα θα δεις.
Θα δεις το φεγγάρι να λάμπει δειλά
και θα απαγγείλεις λόγια τρυφερά.
Η ώρα να είναι δώδεκα ακριβώς
αλλιώς η πύλη δεν θα ανοίξει δυστυχώς…»
Δεν είχε την επιλογή να μην τα καταφέρει. Θα έπρεπε να περιμένει πάλι τον επόμενο χρόνο, όταν οι Παλιές Ψυχές θα δυνάμωναν και πάλι.
Η πόλη και τα φώτα της απλώνονταν μπροστά της. Βρισκόταν πλέον πολύ μακριά. Στάθηκε στο πιο σκοτεινό άκρο, εκεί όπου το φεγγάρι θα την έλουζε με το φως του μόλις εμφανιζόταν δειλά από τα σύννεφα. Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν ακριβώς δώδεκα. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά, όπως τότε. Τότε που όλα είχαν τελειώσει.
«Κόρη μου, σε παρακαλώ,
μέσα στην ομίχλη, κάνε να σε δω…
Της μαμάς της λείπεις πολύ,
βλέπει πεταλούδες και νομίζει ότι είσαι εσύ.
Κόρη μου μονάκριβη, εγώ δεν σε ξεχνώ.
Η ψυχή μου πάντοτε είναι μαζί σου, εδώ.
Ξέρω πως θα έρθεις σήμερα στο φως,
εκεί που τελειώσαν όλα σαν καπνός.»
Έσφιξε τα μάτια και άφησε τα δάκρυα να τρέξουν καθώς επανέφερε στο μυαλό της την εικόνα που μισούσε. Το μικρό της στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Οι προβολείς την τύφλωσαν. Σύγκρουση.
Άνοιξε τα μάτια. Το φεγγάρι τη φώτιζε όσο ποτέ. Πίσω της, μια μικρή σκιά. Μεσάνυχτα της 31ης Οκτωβρίου 2000. Και οι ψυχές, για λίγο, επέστρεφαν σπίτι.
Η Αίγλη Κωνσταντά είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου. Διήγημά της μπορείτε να βρείτε στη συλλογή μας “Εφιαλτικές Ιστορίες”.