Ημερολόγιο καραντίνας Περί τέχνης

Inventor of the Isolator: Hugo Gernsback

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Δεύτερη καραντίνα, δεν μετράμε πια μέρες, δεν έχουμε πια όρεξη να σχολιάσουμε ούτε την επικαιρότητα, ούτε τη ζωή μας, ούτε τη ρουτίνα μας -η οποία έχει αλλάξει δραματικά. Δουλεύουμε από το σπίτι, διασκεδάζουμε από το σπίτι, κάνουμε παρέα από το σπίτι, γιορτάζουμε γενέθλια, παίρνουμε μεταπτυχιακά και διδακτορικά, διδάσκουμε και διδασκόμαστε, παρακολουθούμε συνέδρια και φεστιβάλ, ομιλίες και λειτουργίες, όλα με τηλεδιάσκεψη. Συνεχίζουμε να μαθαίνουμε νέα πράγματα, είμαστε πιο ξεκούραστοι σωματικά, κοιμόμαστε λιγότερες ώρες, το σώμα λιγάκι πλαδαρεύει, δεν πηγαίνουμε πια τόσο συχνά βόλτες για περπάτημα ή τρέξιμο πληκτρολογώντας το περιβόητο “6” στο 13033.

Σε αυτή τη δεύτερη φάση μάς έχει αφομοιώσει περισσότερο το “μέσα”. Ζούμε πια τελείως σε έναν εσωτερικό κόσμο, σε έναν κόσμο μέσα στο σπίτι και μέσα στο κεφάλι μας. Το παράθυρο των παιδιών στον κόσμο είναι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Αυτό είναι το πιο ανησυχητικό. Έχει εκλείψει -προς το παρόν- η βιωματική μάθηση και η εμπειρία.

Προφανώς και ελπίζουμε πως όλο αυτό είναι προσωρινό, σύντομα θα βγει το εμβόλιο. Σκεφτόμαστε τους ανθρώπους που υποφέρουν στις εντατικές καλά και στα σπίτια -δεν είναι εύκολη η ανάρρωση από τον ιό. Έχουν πάψει και τα τελευταία σχόλια ότι “ο ιός δεν υπάρχει” κι αυτό διότι βρίσκεται πλέον -αν όχι σε κάθε σπίτι- σε κάθε πολυκατοικία. Όλοι πλέον ξέρουν κάποιον που νοσεί ή έχει νοσήσει. Τα νοσοκομεία είναι γεμάτα.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα, της πανδημίας που πλέον έχει γίνει βίωμα και έχει περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ως μια τραυματική εμπειρία για όλους μας, ποιο είναι το όφελος και η αποστολή της τέχνης;

Πολλά σενάρια επιστημονικής φαντασίας και τρόμου με θέμα τον ιό προηγήθηκαν αυτής της πανδημίας. Θεωρήθηκαν προφητικά -η πρόβλεψη βέβαια ενός τέτοιου γεγονότος έστω στη μυθοπλασία δεν προκύπτει παρά από την προσεκτική παρατήρηση του παρελθόντος και του παρόντος. Μας έδειξαν το “what if”, το “τι θα γινόταν αν”. Πριν από την πανδημία, βιβλία με τέτοια θεματολογία, είχαν αξία. Έδιναν τροφή για σκέψη. Αποτελούσαν μια έξυπνη μυθοπλασία, μια έξυπνη αμφίεση της πραγματικότητας.

Η τέχνη πρέπει να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τη ζωή.

Σήμερα, η αναφορά στον ιό έχει αξία περισσότερο σε μορφή αυτοβιογραφίας, άρθρου ή ημερολογίου. Μια καταγραφή της καθημερινότητας και των γεγονότων, όχι σε μορφή μυθοπλασίας, αλλά ρεαλισμού πλέον, που θα πληροφορήσει, θα κρατήσει την ανάμνηση.

Η φαντασία του παρελθόντος έχει γίνει πραγματικότητα (παραπομπή σε αυτό που λέω: “Η επιστημονική φαντασία του χθες είναι η πραγματικότητα του σήμερα ή “Η επιστημονική φαντασία του σήμερα είναι η πραγματικότητα του αύριο”). Δεν υπάρχει κάτι άλλο να ειπωθεί σε fiction επ’ αυτού. Εξάλλου, ποιος έχει πλέον την ψυχολογία να διαβάσει δυστοπικά σενάρια για την ήδη δυστοπική μας πραγματικότητα;

Μήπως έχει περισσότερη αξία το ένα βήμα παραπέρα; Το “μετά από όλο αυτό”; Ποιος έχει κουράγιο, πραγματικά, για περισσότερη καταστροφολογία μέσα από τη μυθοπλασία; Και ποιο είναι το ξάφνιασμα ή η χρησιμότητα εν μέσω μιας καταιγίδας να ασχολείται κάποιος με το πώς θα τον πνίξει η καταιγίδα ή να συζητάει για την καταιγίδα; Εν μέσω της καταιγίδας διοχετεύουμε κάπου αλλού το νερό ώστε να μην πνιγούμε, οχυρωνόμαστε να μείνουμε στεγνοί, αναλογιζόμαστε τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε για την επόμενη καταιγίδα που θα έρθει, οραματιζόμαστε μέρες λιακάδας, σκεφτόμαστε όλα αυτά τα πράγματα που θα κάνουμε μετά, πώς να μετατρέψουμε την καταιγίδα σε λιμνούλα, ντουζιέρα, νερό για το φαγητό, πότισμα για τον κήπο. Έτσι και η τέχνη, υπηρετεί το “μετά”, το “ένα επίπεδο ψηλότερα”, βγάζει το κεφάλι πάνω από την καταιγίδα περνώντας βέβαια από μέσα της.

Η μυθοπλασία είναι μια μεταμφιεσμένη πραγματικότητα, ναι, όμως τα ρούχα της δεν πρέπει να είναι μεταχειρισμένα.