
Ήτανε τότε, στην αρχή,
που μπήκε μες στη σκέψη μου να φτιάξω μία τράτα.
Με κόπο έζεψα τα όνειρα που πιλαλούσαν γύρω,
τα ένωσα με τις χαρές που πίστευα θα ζήσω,
με τέχνη τα μαστόρεψα, να ξέρεις,
κι έφτιαξα το σκαρί της.
Στην πλώρη σκάλισα, με περηφάνια περισσή,
εικόνες που κάποτ’ ήλπιζα με δέος ν’ αντικρίσω,
το ‘να κουπί απ’ αγκαλιές που ήτανε να νοιώσω
και τ’ άλλο όλοι οι τολμηροί χοροί,
που με λαχτάρα πρόσμενα και γω να τους χορέψω.
Στην κουπαστή της στόλισα του κόσμου τα λουλούδια.
Για πλήρωμα αποφάσισα πρόσωπα αγαπημένα
-τον έρωτα, τους φίλους και τ’ αδέρφια,
τη μάνα μου και τον πατέρα.
Την πρύμη την απέφευγα, μα έπρεπε να γίνει.
Γι’ αυτό, με κάποιον σεβασμό, στρίμωξα τους καημούς μου
μέσα σε σκέψεις σκοτεινές που έκανα πως δεν βλέπω.
Έτσι λοιπόν, σαν έγινε κι αυτό το τελευταίο,
Έτοιμος! φώναξα με ορμή, για το μακρύ ταξίδι!
Μα με γελάσανε πολύ και χρόνια ατενίζω
μπροστά μονάχα χέρσα γη.
Κι ακόμα, ο άμοιρος, να μπω στη θάλασσα ελπίζω.
Λίνα Γεωργίου
Το ποίημα βασίζεται σε άσκηση του Εργαστηρίου.