
Ανάμεσα στην καταχνιά του τραγικού δάσους των σκιών, μαύρες παρουσίες έσκιζαν την ομίχλη. Τα πνεύματα του Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν για τα καθιερωμένα κόκκινα γράμματα. Κάθε ένα επέλεγε τον άνθρωπο που θα ξελόγιαζε και στη συνέχεια παρέδιδε το γράμμα του μέσω κάποιου ονείρου. Εάν ο παραλήπτης δεν κατάφερνε να φέρει εις πέρας την αποστολή του, εισερχόταν στον κόσμο των σκιών και γινόταν ένα με το δάσος.
«Agnes lofbjorn, η αποστολή σου είναι να δηλητηριάσεις τον βασιλιά. Έχεις τρεις ημέρες για να ρίξεις τη δύναμη του στέμματος στις κόρες της Εκάτης».
Τα μάτια της άνοιξαν τρομακτικά γρήγορα. Η φλόγα του κεριού άφηνε σχήματα στον τοίχο, όμοια με τα σκίτσα που συνήθιζε να σκαρώνει. Σκούρες πολύπλοκες γραμμές που μπλέκονταν η μια στην άλλη, σχήματα μυτερά και αχόρταγα, έτοιμα να κατασπαράξουν όλο το χαρτί που τους δινόταν ώστε να επιζήσουν. Έξω από την οικία ακουγόταν μονάχα ο άνεμος που έκανε τις πόρτες να τρίζουν και τα κεριά να σβήνουν, όπως οι ψυχές των κατοίκων τέτοια εποχή. Η κοπέλα έριξε μια κλεφτή ματιά στον γάτο της και έπειτα χώθηκε κάτω από τη διπλή μαυροκέντητη κουβέρτα για ακόμη λίγο ύπνο.
Το επόμενο πρωί, στην κεντρική πλατεία, βρέθηκαν δύο κεφάλια, χωρίς παραπάνω στοιχεία. Στα βρωμερά πλακάκια υπήρχε λευκή σκόνη μέσα και γύρω από τα ρούχα των νεκρών. Ο τελάλης της πόλης είχε ήδη ξεκινήσει το νεκρικό άσμα για τη μετάδοση των νέων.
Η Agnes ξύπνησε από τον εκνευριστικό ήχο, άρπαξε τον σάκο της και ξεκίνησε για το κάστρο. Πέρασε από το στενό με τα μικρομάγαζα με τις κλωστές, και έκοψε δρόμο από το δάσος που απέφευγαν όλοι. Τάχυνε το βήμα της καθώς παρατηρούσε βασανισμένες μορφές που ούρλιαζαν ικετευτικά πάνω στους ακίνητους κορμούς, λες και πρωταγωνιστούσαν σε βουβή σκηνή θεάτρου. Πατούσε τα πεσμένα κλαριά με μανία προκειμένου να βγει από το τοπίο φρίκης όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο σκοπός της ήταν ένας: να επιβιώσει.
Περπατούσε όλη μέρα. Μόλις έφτασε στην πύλη, πήρε μια βαθιά ανάσα και κάλυψε το πρόσωπό της με την κουκούλα του φορέματος. Οι φρουροί ευτυχώς δεν της έδωσαν καν σημασία αφού έπαιζαν ζάρια. Κρύφτηκε μέσα σε μια εμπορική άμαξα και έτσι τρύπωσε στα τείχη της πόλης. Αν και ένιωθε υπνωτισμένη, ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Μέσα στην τσέπη της υπήρχε το κλειδί της βασιλικής κάμαρας. Περίμενε υπομονετικά την εμφάνιση της σελήνης, την ώρα που οι υπόλοιποι του είδους της θα έπεφταν σε έναν μικρό λήθαργο. Ήταν η στιγμή να κάνει το καθήκον της. Πρώτα έβαλε φωτιά στους κύριους αχυρώνες. Φώναξε δυνατά ώστε να ξυπνήσουν όλοι και οι φρουροί να τρέξουν προς τα εκεί. Τρύπωσε στα μαγειρεία, χτύπησε με το τηγάνι μια καμαριέρα και ντύθηκε με τα ρούχα της. Άρπαξε έναν δίσκο με καυτό τσάι και ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο δωμάτιο του βασιλιά.
«Έφερα το τσάι του βασιλιά», πρόφερε με χαμηλωμένο βλέμμα στους φρουρούς, και μπήκε με επιτυχία μέσα. Έβγαλε αθόρυβα τη λεπίδα από το μανίκι της και έκοψε τον λαιμό του βασιλιά. Έβαλε το στέμμα στον σάκο της, κατέβηκε από τον κισσό του κεντρικού παραθύρου στο έδαφος και έτρεξε προς το δάσος.
Την τρίτη μέρα η Agnes ξύπνησε χωρίς τη μνήμη της. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Το σώμα της ήταν ένας μονοκόμματος κορμός.
«Agnes lofbjorn, η αποστολή σου ήταν να πας κόντρα στο όνειρό σου. Απέτυχες», είπε μια φωνή μέσα από το δάσος.
Η Ραφαέλα Svensson ζει, γράφει και ζωγραφίζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.