
Ο Χόρχε έπιασε μια μάλλινη μπάλα και την πέταξε στο ξύλινο πάτωμα με ένα βλέμμα ουδέτερο, χωρίς χαρά ή λύπη· ένα βλέμμα πεισματικά προσκολλημένο εδώ και ώρες στο άνοιγμα των δύο ξεφτισμένων παραθυρόφυλλων που έβλεπαν στο απέναντι, γειτονικό, σιωπηλό διαμέρισμα. Η μπάλα προσγειώθηκε στη βαριεστημένη μουσούδα του Ντιέγκο, του πιστού του γάτου, που ξάπλωνε με την ίδια απάθεια στο σκονισμένο πάτωμα. Αν δεν υπήρχε η φυσική διάκριση μεταξύ ανθρώπου και ζώου, θα έλεγε κανείς πως ο Ντιέγκο ήταν πραγματικό παιδί του Χόρχε. Είχαν και οι δυο τους πορτοκαλί μαλλιά, και μάτια γαλάζια με κόρες σχιστές. Τα σώματά τους ήταν απλωμένα στις θέσεις τους, χωρίς ενδιαφέρον για το οτιδήποτε.
Ο Χόρχε στεκόταν νεκρικά ακίνητος φορώντας μια κόκκινη ρόμπα και ένα μαύρο εσώρουχο. Με γένια ατημέλητα, δεκατεσσάρων ημερών, είχε βολευτεί σε μια χαμηλή πολυθρόνα, αφήνοντας τα χέρια του και τα πόδια του να αιωρούνται σχεδόν παράλυτα, σαν αράχνη που περιμένει υπομονετικά το επόμενό της θήραμα.
Μονάχα που ο Χόρχε δεν είχε βλέψεις μήτε για θηράματα μήτε για ζωή. Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που ανακοινώθηκε η καραντίνα και, τώρα πια, θαρρείς πως εκείνη η μοιραία ανακοίνωση είχε ναρκώσει κάθε του όρεξη για ζωή και οξυγόνο. Ένιωθε παράλυτος μπροστά στην ησυχία του κόσμου.
Ξαφνικά, ένα λευκό περιστέρι προσγειώθηκε στο περβάζι του παραθύρου, στάθηκε για λίγα δεύτερα να ξαποστάσει, και έπειτα άνοιξε ξανά τα φτερά του και πέταξε. Ο Χόρχε πετάχτηκε αναστατωμένος προς το παράθυρο παρατηρώντας, με μάτια που μαρτυρούσαν ζήλια, το περιστέρι που πετούσε από περβάζι σε περβάζι, ελεύθερο και αδέσμευτο. “Ένα περιστέρι”, παρατήρησε με θλίψη καθώς ο Ντιέγκο τριβόταν στοργικά στα πόδια του, μες στην ακαταμάχητη αθωότητά του.
Έριξε ένα βλέμμα σε όλα τα κτίρια της γειτονιάς. Νεκρική σιγή. Στο μυαλό του όμως είχε μείνει ο απόηχος των φτερών. Ένα μικρό χαμόγελο έσπασε διστακτικά τη σκοτεινιά του προσώπου του. Φόρεσε όπως όπως ένα καρό πουκάμισο και ένα κοντό παντελόνι, άρπαξε τον Ντιέγκο αγκαλιά, και πέρασε το κατώφλι της πόρτας σφυρίζοντας το αγαπημένο του τραγούδι. “Καιρός να ξεμουδιάσουμε τα φτερά μας”, μουρμούρησε ανάμεσα στα σφυρίγματα και το πρόσωπό του φώτισε, ξαφνικά, ακόμα περισσότερο.
Ο Γιάννης Λαζαρίδης ζει και γράφει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium και συμμετέχει στην ανθολογία Μυθιστορίες Φαντασίας.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.