Η φωνή του βουνού – Νίκος Βογιατζής

Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, το βλέμμα μου έπεσε στο θολό από υγρασία τζάμι. Έξω έπεφτε χιόνι πυκνό. Κάλυπτε αργά τα κλαδιά των ελάτων. Σηκώθηκα νωχελικά και, αφού τεντώθηκα για να ξεπιαστώ, προχώρησα προς την κουζίνα. Περνώντας από το κυρίως σαλόνι του καταφυγίου, πρόσεξα ότι η φωτιά στο τζάκι είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται. Την τάισα φρέσκο ξύλο και, μόλις πήρε τα πάνω της, συνέχισα για να πάω να φτιάξω πρωινό. Ζεστός καφές, αχνιστό ψωμί, βούτυρο και μέλι. Τα έβαλα όλα σε έναν δίσκο και κάθισα στο ξύλινο τραπέζι, δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία.

Η χιονόπτωση ήταν τώρα πιο αραιή, τόσο ώστε να μπορώ να παρακολουθήσω μία και μόνο χιονονιφάδα στο ταξίδι της προς τη βεράντα. Ήπια μια γουλιά καφέ για να ζεστάνω το μέσα μου, και μια μπουκιά ψωμί με μέλι για να με γλυκάνει. Άπλωσα το χέρι μου στη στοίβα με τα βιβλία και διάλεξα ένα αστυνομικό, για να με συντροφεύσει όσο έτρωγα.

Είχα διαβάσει περίπου τρεις σελίδες, όταν άκουσα μια φωνή. Ήταν ζεστή και απαλή σαν μάλλινη κουβέρτα. Ερχόταν απ’ έξω και έλεγε μόνο μία λέξη: «Έλα». Σαν υπνωτισμένος, φόρεσα το μπουφάν μου, γάντια και κασκόλ, και βγήκα στη χιονισμένη πλαγιά του βουνού. Άρχισα να ανηφορίζω, περνώντας κάτω από πανύψηλα δέντρα, αφήνοντας βαθιά ίχνη στο πάλλευκο έδαφος. Η φωνή γινόταν όλο και πιο έντονη, πιο γλυκιά, πιο ζεστή. Έμοιαζε να έρχεται μαζί με τον αέρα και να εισχωρεί μέσα μου με κάθε αναπνοή.

Χωρίς να το καταλάβω, έφτασα στην κορυφή. Και τότε την είδα. Ήταν ντυμένη με ένα φόρεμα μακρύ, φτιαγμένο από φως. Είχε ξανθά μαλλιά που έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό της και κάλυπταν τα μάτια της. Χαμογελούσε. Γύρω από τα πόδια της, μικρές τούφες από χορτάρι είχαν φυτρώσει. Τα χέρια της ήταν απλωμένα προς το μέρος μου. Έτρεξα κοντά της και μπήκα στην αγκαλιά της.

Ένιωσα τα πάντα. Άκουγα τις φωνές των δέντρων, των ζώων, ολόκληρου του βουνού. Άκουσα όλες τις ιστορίες που κρατούσαν κρυμμένες, ιστορίες χαράς και λύπης, ζωής και θανάτου. Για το πώς οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν μαζί τους αρμονικά, μιλούσαν μαζί τους και τους φέρονταν με σεβασμό. Και για το πώς τώρα έχουν ξεχαστεί όλα αυτά, πώς η φωνή τους σώπασε στα αυτιά των ανθρώπων, παρόλο που μιλούν και φωνάζουν και ουρλιάζουν κάθε μέρα για να τους προσέξουν.

Άκουσα χιλιάδες ιστορίες, αν και είχαν περάσει λίγα λεπτά. Όταν σταμάτησαν οι φωνές, με όσες δυνάμεις μού είχαν απομείνει, ρώτησα: «Τι μπορώ εγώ να κάνω για σας;» Αλλά πριν προλάβω να πάρω απάντηση, έσβησαν τα πάντα.

***

Ξύπνησα στο κρεβάτι μου, πίσω στο σαλέ. Το κεφάλι μου πονούσε και προσπαθούσα να καταλάβω αν όλα αυτά είχαν όντως συμβεί ή ήταν ένα όνειρο. Μέχρι που κοίταξα στο τζάμι και πήρα την απάντησή μου. Στο γυαλί, γραμμένο πάνω στην πρωινή πάχνη ήταν γραμμένη μία λέξη: «Άκου».


Ο Νίκος Βογιατζής ζει, γράφει και αυτοσχεδιάζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.