
(απόσπασμα)
Ήμουν πολύ μικρή, όταν στο σπίτι μας, ψηλά στον λόφο, μας επισκέφτηκε για πρώτη φορά εκείνη η ηλικιωμένη κυρία. Στην αρχή, δηλαδή, μου έμοιασε με ηλικιωμένη, έτσι όπως ανέβαινε τον λόφο σκυφτή. Φορούσε ένα σκούρο μωβ τσεμπέρι στα μαλλιά και μια πλεξούδα χοντρή, κατάμαυρη και λαμπερή ακουμπούσε στον δεξί της ώμο. Η μακριά της φούστα, σε αποχρώσεις του καφέ από το χώμα του βουνού έως την άμμο της θάλασσας, σερνόταν σε κάθε της βήμα, ενώ μικρά κουδουνίσματα έφταναν στ’ αφτιά μου, που, όσο πλησίαζε, αντιλήφθηκα όταν προέρχονταν από τα βραχιολάκια που φορούσε στα πόδια και στα χέρια της. Όσο η φιγούρα της γινόταν πιο συγκεκριμένη, μπόρεσα να διακρίνω ότι δεν ήταν καθόλου γριά. Ανάλογα με το φως και τις εκφράσεις του προσώπου της μάντευα και μια διαφορετική ηλικία. Η γιαγιά μου έλεγε ότι υπάρχουν άνθρωποι καταραμένοι, που δεν έχουν ηλικία, και ότι η Εσθήρ ήταν ένας απ’ αυτούς. (…)
Ευλαμπία Τσιρέλη
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναφερθεί η συγγραφέας, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση.