Είχανε το φέρσιμο των δένδρων και των κυμάτων που δέχονται τον άνεμο και τη βροχή δέχονται τη νύχτα και τον ήλιο χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή. -Γιώργος Σεφέρης
Γνωρίζουμε όλοι τους παράξενους Τσιγγάνους. Είναι εκείνοι οι γεμάτοι πάθος άνθρωποι, οι φωνακλάδες, που μπλέκονται σε φασαρίες, οι «αναρχικοί», που αμολάνε τα παιδιά τους ξυπόλυτα κι αδέσποτα να τρέχουν ελεύθερα στους δρόμους, οι παμπόνηροι, οι κάτοχοι των Datsun φορτωμένα με χαλιά και καρέκλες, οι «διαφορετικοί».
Οι Τσιγγάνοι στην Ελλάδα είναι διαφόρων φυλών, και διακρίνονται ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους, την πορεία που ακολούθησαν μετέπειτα, τη γενιά τους, τη διάλεκτό τους, το επαγγέλμα, τον τρόπο ζωής (νομάδες, εδραίοι, ημινομάδες).
Μιλούν την παραδοσιακή διάλεκτο της Ρομανί (ή Ρομανές, «romani chib»), η οποία δεν είναι γραπτή γλώσσα και εικάζεται ότι προέρχεται από τα σανσκριτικά και είναι συγγενής των νεοϊνδικών χιντί και παντζαμπί. Το όνομα «Ρομ» σημαίνει «άντρας» στη γλώσσα των Τσιγγάνων. Κυριαρχεί η άποψη ότι προέρχεται από την ινδική λέξη «Dom», που με τη σειρά της στα ινδικά σημαίνει τον άντρα μιας κατώτερης κάστας που τη ζωή του χαρακτηρίζει ο χορός και το τραγούδι.
Για πολλά χρόνια, η καταγωγή των Τσιγγάνων ήταν ένα αίνιγμα για τους επιστήμονες. Εντοπίζονταν σε διάφορα μέρη των πέντε ηπείρων με διάφορα ονόματα, όπως: Ζιτάν, Ζιγκόινερ Σιγγάν, Σίνκαρο, Μποέμ, Ναβάρ, Ντομ, Σίμπρους, Κατσίβελοι, Ρόμ κ.α.

Οι Τσιγγάνοι διακρίνονται σε δυο ομάδες, την Ανατολική και τη Δυτική. Σήμερα η γλώσσα της δυτικής ομάδας είναι πολύ επηρεασμένη από την ελληνική, επειδή στην Ελλάδα πραγματοποίησαν τη μονιμότερη εγκατάστασή τους σχετικά με άλλες χώρες. Λέξεις όπως ντρομ (δρόμος), καρφίν (καρφί), κλιντί (κλειδί), πέταλος (πέταλο), βαμόνι (αμόνι) και ισβιρί (σφυρί) αποτελούν ισχυρές ενδείξεις.
Κατά τον Ρ. Λ. Τάρνερ, οι Τσιγγάνοι έφυγαν από την κεντρική Ινδία γύρω στα 300 π.Χ. Μετανάστευσαν στη βορειοδυτική, όπου και εγκαταστάθηκαν για χίλια χρόνια περίπου. Από παλιά περσικά κείμενα, που συνδυάζουν ιστορία και μύθο, οι ιστορικοί συμπεραίνουν ότι μεγάλος αριθμός Τσιγγάνων φτάνει στην Περσία στα μέσα του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα. Η μαρτυρία των Περσών χρονικογράφων και ποιητών, που αναφέρονται στη διασπορά των Τσιγγάνων, επαληθεύεται από τις μελέτες των γλωσσολόγων και κυρίως του Άγγλου μελετητή Τζων Σάμσον, που λέει ότι οι Τσιγγάνοι, κατά την αναχώρησή τους από την Περσία, χωρίστηκαν σε δυο κλάδους. Ορισμένες ομάδες κατευθύνθηκαν προς τα δυτικά και τα νοτιοανατολικά και άλλες προς τα βορειοδυτικά.

Μύθοι και ιστορικές μαρτυρίες για τα ταξίδια των Τσιγγάνων
Οι “Γύφτοι” -λέει ένας από τους πολλούς μύθους και θρύλους- καταδικάστηκαν να περιπλανώνται για πάντα επειδή ένας απ’ αυτούς σφυρηλάτησε τα καρφιά με τα οποία σταυρώθηκε ο Χριστός.
Βλέπουμε ότι ακολουθούν στη λαϊκή μυθοπλασία τους Εβραίους, όπως τους ακολούθησαν στη διασπορά -καθώς και τα δυο έθνη ποτέ δε στέριωσαν σ’ ένα τόπο, σ’ ένα δικό τους κράτος- και στα κρεματόρια, αφού και οι δυο λαοί εξοντώθηκαν από τους Ναζί, ως διαφορετικοί πληθυσμοί ανθρώπων, ακατάλληλοι για την καθαρότητα την καθαρότητα της Άριας φυλής.
Αλλού γράφεται ότι είναι άνθρωποι της Ατλαντίδος που διασώθηκαν από τον καταποντισμό ή ότι είναι απόγονοι του Κάιν. Ένας παλιός περσικός θρύλος, που ο Πέρσης ποιητής Φιρντουζί μετουσίωσε σε ποίημα, λέει πως κάποτε ο μεγάλος βασιλιάς της Περσίας Σαγκάλ ζήτησε από τον βασιλιά της Ινδίας Μπέχραμ Κουρ να του στείλει μουσικούς και τραγουδιστές για να διασκεδάζουν το λαό του κι έτσι ο Σαγκάλ τού έστειλε τους Τσιγγάνους. Ο πέρσης βασιλιάς τούς υποδέχτηκε με ευμένεια και τους έδωσε χωράφια, σπόρους και άλλα αγαθά. Εκείνοι όμως αρνήθηκαν να γίνουν καλλιεργητές κι έτσι διώχθηκαν από τη χώρα και καταδικάστηκαν να περιπλανώνται αδιάκοπα.

Η παλαιότερη όμως μαρτυρία για την άφιξη των Τσιγγάνων στην Ευρώπη προέρχεται από δυο Φραγκισκανούς μοναχούς, τον Σίμωνα Σιμεώνος και τον Ούγκο τον Πεφωτισμένο, που το 1322 είδαν στην Κρήτη ανθρώπους ρακένδυτους, οστεώδεις και ασυνήθιστους που ζούσαν σε μαύρα χαμηλά αντίσκηνα, όπως οι Άραβες, ή σε σπηλιές.
Άλλοι περιηγητές από τη Δύση αναφέρουν ότι είδαν στη Μεθώνη ανθρώπους «μαύρους σαν Αιθίοπες» που ήταν κυρίως σιδεράδες και ζούσαν σε καλύβες. Η περιοχή της Μεθώνης λεγόταν τότε Μικρή Αίγυπτος και, κατά μια εκδοχή, γι’ αυτόν τον λόγο οι τσιγγάνοι της Ευρώπης ονομάστηκαν Αιγύπτιοι (εξ ου και Γύφτοι στην Ελλάδα, Gypsies στις αγγλόφωνες χώρες, Gitanes στις γαλλόφωνες και Jitanos στις ισπανόφωνες). Φαίνεται ότι η φοβερή επιδημία της πανώλης που ερήμωσε την Ελλάδα στη δεκαετία 1346-1356 διευκόλυνε την εξάπλωση των Τσιγγάνων στη χώρα.
Από την Ελλάδα οι Τσιγγάνοι μετακινήθηκαν προς τη Βόρεια Βαλκανική. Τσιγγάνικες ομάδες βρέθηκαν στη Μολδοβλαχία, στη Σερβία και στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας. Ταξίδευαν υποδυόμενοι τους προσκυνητές, επειδή είχαν μάθει ότι σ΄ αυτούς είχαν παραχωρηθεί ειδικά προνόμια. Το 1417 περνούν από την Ουγγαρία κι εμφανίζονται στην περιοχή της σημερινής Γερμανίας. «Είναι», κατά τα λεγόμενα των χρονικογράφων, «μια ομάδα ηλιοκαμένων ανδρών που σέρνουν μαζί τους αρκετές γυναίκες, πανάθλιες και ρακένδυτες, με χαλκάδες στ’ αφτιά και άφθονα ψεύτικα βραχιόλια και δαχτυλίδια. Στην ομάδα ηγούνται δώδεκα περίπου πρόσωπα που λένε πως είναι οι αρχηγοί τους. Φοράνε βυσσινιά ρούχα, κρατούν γεράκια στα χέρια και τα σκυλιά τους γαβγίζουν τους περαστικούς. Επιδεικνύουν μια επιστολή προστασίας από τον αυτοκράτορα Σιγκισμούντ».
«Είδα αυτό το χαρτί», αναφέρει ένας χρονικογράφος, «έλεγε: Εγώ, ο αυτοκράτορας της Ουγγαρίας, της Βοημίας, της Δαλματίας, της Κροατίας (…), στον πιστό μας Τσιντσιλά, τον αρχηγό των Τσιγγάνων, παρέχω κάθε εξυπηρέτηση σ’ αυτόν και στον λαό του και ζητώ να τους παρέχεται κάθε εκδούλευση και φιλοξενία…».
Σήμερα πιστεύεται ότι οι περισσότερες επιστολές προστασίας που επιδείκνυαν οι Τσιγγάνοι -όπως επίσης και οι τίτλοι ευγενείας των αρχηγών τους- ήταν πλαστογραφημένες. Σύμφωνα με άλλο χρονικό: “…τον Αύγουστο του 1427 εκατόν έως εκατόν είκοσι άτομα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κάνουν την εμφάνισή τους στα προάστια του Παρισιού. Λαός άθλιος, ρυπαρός και πάμπτωχος, με μάτια όμως που λάμπουν από εξυπνάδα και σατανικότητα. Αυτιά τρυπημένα με ένα ως δυο σκουλαρίκια στο καθένα. Ισχυρίζονται ότι κατάγονται από την Αίγυπτο και είναι χριστιανοί που αλλαξοπίστησαν, γι’ αυτό ο Πάπας τούς καταδίκασε να περιπλανώνται αδιάκοπα επί εφτά χρόνια χωρίς ποτέ να ξαπλώσουν σε κρεβάτι”.
Καθημερινή ζωή
Τους ρωτούν «Από πού είστε;» κι απαντούν πολύ απλά, όπου κι αν βρίσκονται «Από ‘δω». Στην ερώτηση «Τι ψηφίζετε;» ένας Τσιγγάνος απαντά «Δεν έχω πολιτισμό (πολιτικές πεποιθήσεις) να κάτσω να δω τι θα ψηφίσω. Δεν ξέρω. Ό,τι να ‘ναι ψηφίζω». Την ίδια γραμμή ακολουθούν και με τη θρησκεία. Συνήθως είναι οπαδοί της κατά τόπου επικρατούσας θρησκείας. Οι νόμοι του αστικού δικαίου και η αστυνομία είναι των «άλλων», δεν έχουν σχέση μ’ αυτούς και πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί, «να τα βρίσκουν μόνοι τους, μεταξύ τους», να μην αφήνουν τους «άλλους» να παρεμβαίνουν στις διαφορές τους, στη ζωή τους. Ο άγραφος «νόμος της σιωπής», που επιτάσσει να μην κοινοποιούνται τα μυστικά της κοινότητας στους «άλλους», είναι απαράβατος και όποιος τον καταπατήσει θα βρεθεί αντιμέτωπος με ολόκληρη την τσιγγάνικη ομάδα.
Στους καταυλισμούς τους, όπως αυτοί διαμορφώνονται στην Ελλάδα, οι παράγκες των συγγενών είναι η μια δίπλα στη άλλη. Παλιά τα τσαντίρια ήταν τοποθετημένα ολόγυρα στον χώρο σχηματίζοντας κύκλο. Ο κύκλος αυτός πιθανόν να δήλωνε μια ανάγκη σύστασης και διασφάλισης της συλλογικότητας, στο πλαίσιο της οποίας καλλιεργούνταν και αναπτύσσονταν οι σχέσεις της ομάδας στην καθημερινή ζωή. Ο κενός χώρος στο κέντρο του κύκλου ήταν ο τόπος όπου γίνονταν όλες οι κοινωνικές εκδηλώσεις της ομάδας. Τώρα, ανοίγοντας την πόρτα δεν αντικρίζουν το δικό τους άνθρωπο. Οι περισσότεροι στις μέρες μας επιθυμούν ένα σπίτι, αλλά λένε χαρακτηριστικά: «Άμα ξέραμε ότι έχουμε ένα σπίτι, θα μέναμε, δε θα φεύγαμε. Θα πηγαίναμε ταξίδι(!) και μετά θα ερχόμασταν πάλι…»
Ο Marcel Kurtiade, διηγείται ένα τσιγγάνικο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο αν το φουστάνι μιας γυναίκας περάσει πάνω από το φαγητό κάποιου, το μολύνει και τότε το φαγητό δεν πρέπει να φαγωθεί. Ο μύθος αυτός θεωρήθηκε στην Ευρώπη ότι μπορεί να ερμηνεύσει την απροθυμία των Τσιγγάνων να μείνουν σε πολυκατοικίες, στις οποίες οπωσδήποτε το φόρεμα μιας γυναίκας που θα έμενε στον ψηλότερο όροφο, θα μόλυνε τα πιάτα των υπολοίπων που θα κατοικούσαν από κάτω της.

Γάμος και έθιμα
Οι γονείς από νωρίς φροντίζουν να βρουν ταίρι για το παιδί τους. Έχει τύχει γονείς να έχουν δώσει λόγο να παντρέψουν τα παιδιά τους όταν αυτά ήταν 3-4 χρονών, μόνο και μόνο επειδή τα είδαν να παίζουν μαζί. Οι συμφωνίες γίνονται ανάμεσα στα συμπεθεριά και σε ηλικία 13-16 ετών τελούνται οι αρραβώνες και σε μερικούς μήνες ο γάμος, ο οποίος δεν συνοδεύεται απαραίτητα και από στέψη. Το κορίτσι ανήκει στον πατέρα και μεταβιβάζεται στον σύζυγο. Μετά τον γάμο η νύφη ζει στο σπίτι του γαμπρού και βρίσκεται υπό το άγρυπνο μάτι της πεθεράς, στην οποία οφείλει απόλυτο σεβασμό. Μόλις όμως μια Τσιγγάνα γεννήσει, παίρνει αξία και αποδεσμεύεται απ’ την πεθερά. Αποκτά κύρος στην κοινότητα και μέσα στο σπίτι της αυτή έχει τον πρώτο λόγο, ακόμα και στα οικονομικά και στη δουλειά του άντρα της.
Η νύφη πρέπει να δεχτεί δώρα από όλα τα μέλη της νέας της οικογένειας, να τα φορέσει όλα επάνω της ως απόδειξη της αποδοχής της εκ μέρους τους. Το κάθε κόσμημα συμβολίζει και την αγάπη του μέλους από το σόι του γαμπρού που το προσφέρει και το ίδιο φυσικά ισχύει και για τον άντρα. Οι Τσιγγάνοι μπορεί να μην έχουν καθόλου χρήματα, μπορεί να ζουν με την επαιτεία, να στερούνται τις στοιχειώδεις ανέσεις, να περπατούν ξυπόλυτοι, αλλά κοσμήματα χρυσά θα έχουν πάντα. Είναι τα δώρα που τους χάρισαν οι δικοί τους σαν ένα σύμβολο αγάπης και αποδοχής, πάντα θα θυμίζουν στο νεαρό άτομο που τα φορά το πρόσωπο που του τα χάρισε. Χωρίς τα κοσμήματά του ένας Τσιγγάνος είναι «γυμνός», αποξενωμένος, γι’ αυτό και τα φοράει πάντα, ακόμα και στη δουλειά του.
Πεποιθήσεις και γιορτές
Η Παναγία λατρεύεται από τους Τσιγγάνους ως γυναικεία θεότητα, ως μητέρα και πολλοί είναι εκείνοι που έχουν το όνομά της (Μαρία, Μαριτάνα, Παναγιώτης). Ο Τ. Γιαννακόπουλος στο βιβλίο του «Τσιγγάνικα λαϊκά τραγούδια και μπαλάντες» αναφέρει ότι η λατρεία της Παναγίας από τους Τσιγγάνους δεν αποτελεί τίποτ’ άλλο, παρά τη λατρεία της παλιάς ιδικής θεάς Κάλι, γυναίκας του θεού Σίβα…
Η γιορτή του Αγίου Γεωργίου είναι πολύ μεγάλη γιορτή για τους Τσιγγάνους. Κι αυτό όχι τόσο για θρησκευτικούς λόγους, όσο για το γεγονός ότι ο η μνήμη του Αγίου γιορτάζεται στην αρχή της άνοιξης, όταν ο καιρός αρχίζει να γλυκαίνει και η φύση να ξαναγεννιέται. Και είναι γνωστό ότι η αναγέννηση αυτή ανέκαθεν γιορταζόταν με ιεροτελεστίες και λατρευτικές εκδηλώσεις.

Μαγεία και μύθοι
Ανέκαθεν αναφορές στις γυναίκες των Ρομά τις συνέδεαν με τη μαγεία και τις ξεχωριστές υπερφυσικές δυνάμεις που φαίνεται να κατέχουν από την εποχή της Βυζαντινής- ακόμα- Αυτοκρατορίας, που τις διατήρησαν ερχόμενες μετέπειτα στην Ευρώπη. Συνήθως εμφανίζονται να διαβάζουν τη μοίρα στην παλάμη ή να κοιτάζουν σε μια κρυστάλλινη σφαίρα.
Κατά τον Megel (Megel J. “Gypsy Religion”,1986), υπάρχει πάντοτε μια γυναίκα στην οποία οι Τσιγγάνοι σπεύδουν για την πνευματική τους καθοδήγηση. Αν έχουν κάνει κάτι κακό ή αν πιστεύουν ότι έχουν καταληφθεί από τον διάβολο ή κάποιον δαίμονα , πηγαίνουν σ’ αυτή τη γριά κυρία που δουλεύει πάνω σ’ αυτά τα θέματα σε όλη της τη ζωή. Ο Trigg (Trigg E. “Gypsy Demons and Divinities” 1973), μας λέει ότι οι Ρομά πιστεύουν ότι ανάμεσα στους συντρόφους τους υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα άτομα που έχουν καταληφθεί από ισχυρές δυνάμεις, αφού κατέχουν ξεχωριστή γνώση και ικανότητα να χειρίζονται τη μαγεία.
Μεταξύ κάποιων φατριών των Ρομά στις Σέρρες υπάρχει η πίστη σε μια δύναμη, τον Άμπαμπα… «Ο Άμπαμπας ζει 100 μέτρα κάτω απ’ τη γη», λένε. Κάθε Πέμπτη βράδυ, ξημερώνοντας Παρασκευή, οργανώνεται μια τελετή προς τιμήν του Άμπαμπα, ίσως για να «καλοπιάσουν» το πνεύμα ώστε να συνεχίσει να τους παραχωρεί τις δυνάμεις της μαγείας. Η τελετή αυτή λαμβάνει χώρα στα σπίτια των αρρώστων ή σε σπίτια που συμβαίνουν δυσάρεστα και ανήσυχα πράγματα. Πάντα ετοιμάζονται εκλεκτά εδέσματα, ποτά και άφθονα τσιγάρα. Οι γριές Τσιγγάνες συγκεντρώνονται στο δωμάτιο του αρρώστου έχοντας στην αριστερή μεριά της μέσης τους εφαρμοσμένο πάνω σε μια ζώνη, ένα σπαθί ή ένα μαχαίρι. Εκεί τρώνε, πίνουν, καπνίζουν και χορεύουν με τη συνοδεία του ντεφιού.
Μετά από αρκετή ώρα, περιέρχονται σε έκσταση. Η πρώτη που θα περιέλθει σε έκσταση, μόλις περάσει την κρίση της και επανέλθει στα λογικά της, παίρνει ένα ποτήρι νερό, το διαβάζει και το αγιάζει με κάποιον τρόπο και αρχίζει να ραντίζει τον άρρωστο, ο οποίος με το ράντισμα αυτό πιστεύεται ότι θεραπεύεται. Αυτές οι γριές ονομάζονται αμπαμπίνες. Λέγεται μάλιστα ότι βλέποντάς τις να χορεύουν «σου σηκώνονται οι τρίχες». Πολλές αναφορές τις θέλουν να χορεύουν στα γόνατα. Δεν χορεύουν πάντοτε μέσα σε σπίτια, αλλά και στο δρόμο, με συνοδεία νταουλιών, τα οποία τους τρελαίνουν με τον ήχο τους.
Ο Άμπαμπας είναι μια ινδική θεότητα και πιστεύεται ότι είναι ένας κακός δαίμονας, ένας κακός αέρας, ωστόσο η σχετική με αυτόν τελετή γίνεται για να ξορκίσει το κακό και οι κατειλημμένοι απ’ αυτόν άνθρωποι είναι καλοί, σωστοί άνθρωποι που βρίσκονται απλά υπό την επήρεια κάποιου ξορκιού.
Ο Trigg σημειώνει: “…είναι άραγε πιθανόν να κατέχουν(οι Τσιγγάνοι) τέτοιες δυνάμεις τις οποίες άλλοι έχουν χάσει εδώ και πολύ καιρό; Θα πρέπει ίσως να μην βιαστούμε να κρίνουμε. Σε μια εποχή όπου οι επιστήμονες αναρωτιούνται για τα πάντα, όπου η παραψυχολογία μιλά για την έκτη αίσθηση, θα πρέπει να δεχτούμε τουλάχιστον ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται ακόμα κοντά στη φύση κι επικοινωνούν μαζί της είναι πολύ φυσικό να κατέχουν τα παράξενα “δώρα” της». (Ελεύθερη, αποσπασματική μετάφραση από το κείμενο του Yvonne Hunt, The Ababas:A Rom Ritual.

«Γιεκ ντρομ, σινέ τα να σινέ…»(Σ’ έναν δρόμο που ήταν ή δεν ήταν…)
Σ’ έναν δρόμο ξεκινούν τα τσιγγάνικα παραμύθια, καθώς και με μια αναφορά σ’ ένα ταξίδι ατέλειωτο, με μια έκφραση αμφιβολίας: έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά μπορεί να έγιναν κι αλλιώς. Το παρελθόν γίνεται αντιληπτό μέσα από το ταξίδι. Η ώρα του παραμυθιού για τους Ρομ είναι σχεδόν ιερή. Συγκεντρώνονται όλοι μαζί για να το ακούσουν ή να το διηγηθούν.
Δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες για ν’ αρχίσει η αφήγηση και να ξετυλιχθεί η ανέμη της μνήμης και της φαντασίας: Η πρώτη είναι ο χρόνος, όχι με την έννοια της καθορισμένης στιγμής αλλά με την έννοια της χρονικής επάρκειας ή της περίσσειας, έτσι ώστε να ξεκινήσει και να εξελιχθεί αβίαστα η αφήγηση. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η παρουσία ακροατηρίου. Δίχως αυτό, απειλείται η ζωτικότητα της αφήγησης και εν τέλει χάνεται και ο σκοπός της, διότι είναι απαραίτητο να παρεμβαίνει το ακροατήριο στη ροή του μύθου. Εδώ οι πρωταγωνιστές των παραμυθιών μεταλλάσσονται και οι πράξεις τους προσαρμόζονται στη σύγχρονη ζωή. Πριγκίπισσες κατεβαίνουν στο δρόμο και παίρνουν ταξί και γενναίοι ήρωες φτάνουν στη μάχη με τις μοτοσικλέτες τους. Η Χιονάτη γίνεται Ροζαλίντα, Μιλάγκρος ή Ερατώ. Οι ήρωες δεν είναι πάντα καλοί και ειρηνικοί. Μπορούν να εξαπατούν, να είναι πονηροί και το σίγουρο είναι ότι είναι πανέξυπνοι. Συνήθως το τσιγγάνικο παραμύθι δεν έχει το συνηθισμένο ευχάριστο τέλος «…και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Πηγές:
Άννα Λυδάκη, Μπαλαμέ και Ρομά (Οι Τσιγγάνοι των Άνω Λιοσίων), 1997, εκδόσεις Καστανιώτη
Ελληνική Εταιρία Εθνολογίας, Οι Ρομά στην Ελλάδα (2002)
Νίκος Δαβανέλος, Γύφτοι σοφοί και γύφτοι μάγοι, 1987, Eκδόσεις «γνώση».
@Evlampia Tsireli Πρώτη δημοσίευση 16 Μαρτίου 2012 ιστολόγιο Life, Science and Fiction.
Pingback: Τσιγγάνοι, οι αιώνιοι ταξιδευτές – Oxtapus *blueAction
ευχαριστω!