Η Αναστάζια κοίταξε έξω από το παράθυρο και ένιωσε πως η διαδρομή δεν ήταν απλά ένα ταξίδι, ήταν το ξεκίνημά της νέας, περιπετειώδους ζωής της. Μπορεί το Μιλάνο να χάθηκε πίσω της, μα όλες οι αναμνήσεις της βρίσκονταν κρυμμένες στο πίσω μέρος του μυαλού της.
Στη σκέψη της οικογένειάς της, η καρδιά της φτερούγισε και δάκρυα συσσωρεύτηκαν στις άκρες των καστανών ματιών της. Όχι, δεν θα έκλαιγε. Σκούπισε αποφασιστικά τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της και έβγαλε το βιβλίο της. Αν κάτι μπορούσε να την κάνει να ξεχαστεί και να ηρεμήσει, ήταν μόνο αυτό. […]
Ο ήλιος είχε αρχίσει σιγά-σιγά να δύει όταν το τρένο άρχισε να κόβει ταχύτητα έξω από έναν εντυπωσιακό σταθμό. Είχε φτάσει στις Κάννες. […] Μέσα στον χαμό που επικρατούσε στον σταθμό, ένα ζευγάρι καστανά μάτια καρφώθηκαν στα δικά της. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά – η Ραφαέλα. Εννοείται πως θα ερχόταν να τη δει. […]
«Σία, δεν το πιστεύω ότι το έκανες», η Ραφαέλα πήρε μία βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. Άρπαξε την αδερφή της από το χέρι και περπάτησαν προς την έξοδο.
Καθώς βγήκαν από τον σταθμό, το κρύο αεράκι έκανε την Αναστάζια να ανατριχιάσει. Τα φώτα των δρόμων άρχισαν να ανάβουν, βάφοντας με ένα απαλό πορτοκαλί χρώμα τα βρεγμένα πεζοδρόμια. Ο ουρανός είχε εκείνη τη βαθιά απόχρωση του μωβ που κρατάει μόλις λίγα λεπτά πριν σκοτεινιάσει τελείως. Η Αναστάζια έστρεψε το βλέμμα της στους ανθρώπους, που περνούσαν βιαστικά από δίπλα τους, άλλοι με βαλίτσες και άλλοι με λουλούδια στα χέρια. Ήταν τόσο όμορφα να βρίσκεσαι σε μία νέα πόλη. […]
Η Κατερίνα παρατήρησε μέσα από το τρένο το τοπίο να αλλάζει από ξερό σε καταπράσινο. Ο ήλιος έπεφτε επάνω στο βιβλίο της: “Η Τέχνη για τις σχεδιάστριες μόδας”. Άφηνε τη μουσική να κελαηδά στα αυτιά της και διάβαζε προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Το μυαλό της πήγαινε πέρα-δώθε από τις σκέψεις. Αισθανόταν άγχος καθώς σε λίγες ώρες θα συναντούσε την καθηγήτριά της. Κι αν δεν με συμπαθήσει; Θα είμαι αρκετά καλή σχεδιάστρια; αναρωτιόταν. […]
Όταν ξύπνησε, το τρένο έμπαινε στη Γαλλία. Σε λίγο, κατέβηκε. Κόσμος πολύς υπήρχε στον σταθμό. Mια καλοντυμένη κυρία ξεχώριζε. Κρατούσε μια πινακίδα με το όνομα «Κατερίνα Έβερτ». Ήταν η Μαντάμ Καμίλ. […]
Θυμήθηκε που κατέβηκε από το τρένο. Θα πήγαινε στο Hotel Margarita. Ήταν ενθουσιασμένη με το ταξίδι της. […] Είδε κάποιον να τη χαιρετάει. Στην αρχή νόμιζε πως χαιρετούσε κάποιον άλλον, όμως την πλησίασε. Συστήθηκαν. Ρόζι και Μίκι. Είχε γελάσει με το όνομά του. Κι εκείνος είχε κοροϊδέψει το δικό της.
Κάθισαν στο παγκάκι και μίλησαν για πολλή ώρα. Με τον Μίκι ξεχνούσε όλα της τα προβλήματα. Ο Μίκι ήταν η άλλη μισή της καρδιά, που την αγαπούσε.
[…] Όταν ήρθε η ώρα να αποχωριστούν, ο Μίκι τη συνόδευσε για να της πει αντίο. Η Ρόζι είπε αυτή τη μικρή φράση: «Σ’ αγαπώ! Αντίο, έρωτα της ζωής μου». Και, με αυτοπεποίθηση, μπήκε στο τρένο.
Η Δάφνη παρατήρησε μέσα από το παράθυρο του τρένου το τοπίο να αλλάζει, την εικόνα της πόλης να θολώνει καθώς απομακρυνόταν σιγά – σιγά. […] Αισθανόταν φόβο αλλά και περιέργεια μαζί, όπως όταν ανοίγεις τα φτερά σου για πρώτη φορά, και αφήνεις το χάος να σε καλωσορίσει, να σε αποδεχτεί. […]
Είχε φτάσει στον τελικό της προορισμό: την Αθήνα. Καθώς κατέβαινε από το τρένο, ένιωσε κυριευμένη από άγχος. Στον σταθμό επικρατούσε σύγχυση. Εκατοντάδες κόσμου πηγαινοέρχονταν. Ταξιδιώτες, εργαζόμενοι, οικογένειες με αποσκευές. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν την εμπόδισε να εντοπίσει ένα ζευγάρι μαύρα μάτια να την καταβροχθίζουν από μακριά. Κάτι τη μαγνήτισε. Πλησίασε. […]
Στεκόταν μπροστά της σαν σκιά. Κανείς απ’ τους δυο δεν μίλησε. Ήταν ψηλός και φορούσε ένα μαύρο παλτό που έφτανε ως τα γόνατα. Τα μαλλιά του είχαν ελαφρώς γκριζάρει κι έπεφταν στα μάτια του. Τα μάτια του… έμοιαζαν ήρεμα και καθησυχαστικά, αλλά το ρίγος που τη διαπέρασε έλεγε το αντίθετο. Ο άντρας την αγκάλιασε. «Καλώς ήρθες», της ψιθύρισε με ήρεμη και σταθερή φωνή. Το κορίτσι απάντησε με ένα νεύμα.
Περπάτησαν μαζί καθώς ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τις τσιμεντένιες πολυκατοικίες της Αθήνας. [..]
Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τόσο πολύ ερωτευμένος. Δεν έβλεπε σε αυτήν τη γυναίκα απλά κομμάτια του εαυτού του, μα κι ένα φως που θα τον έβγαζε από την άβυσσό του. Ο πόνος εκείνης της νύχτας δεν ήταν τόσο έντονος πια, από τη μέρα που την είχε γνωρίσει. Όμως, η ελπίδα για μια ζωή μαζί της έμοιαζε να χάνεται μπροστά του, όσο η Σελίνα βούλιαζε στην αυτοκαταστροφή της. Κι εκείνη, πράγματι, ήθελε να προχωρήσει μαζί του, όμως η δίψα της εκδίκησης την κρατούσε πίσω. Ενώ ήταν έτοιμη να σκοτώσει το αφεντικό της, επιθυμώντας μια εξιλέωση από τα τόσα χρόνια καταπίεσης που είχε βιώσει, ο Μπρους πήρε την απόφαση να με αφαιρέσει από το πρόσωπό του. Δεν τον ενδιέφερε αν τον έβλεπε κάποιος, μονάχα εκείνη τον ένοιαζε. Πίσω από μένα φρόντιζε πάντα να κρύβει τους πιο βαθιούς του φόβους, τις πιο τρομακτικές του αναμνήσεις και τα μεγαλύτερα σκοτάδια της ψυχής του. Όμως, για πρώτη φορά στεκόταν μπροστά σε κάποιον γυμνός, δείχνοντας τον πραγματικό του εαυτό. Την ήθελε να κοιτάζει την αληθινή του όψη όσο την παρακαλούσε να τα αφήσει όλα πίσω της και να τον ακολουθήσει.
Δημήτρης Τάσκου
Η Νύφη
Ίσα που την ένιωθα επάνω μου πλέον. Θαρρείς και είχε γίνει ένα με εμένα. Ήταν μήνες που δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Πότε πότε, ένιωθα την καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά και νομίζω ότι ένα μεσημέρι κούνησε τον αριστερό αντίχειρά της. Νοσοκόμες έμπαιναν και έβγαιναν, έπλεναν το λευκό λεπτό κορμί της με πανιά και έσταζαν πάνω μου βρώμικες σταγόνες. Κατά τα άλλα, η Νύφη είχε μια ουδέτερη μυρωδιά ανθρώπου σε κώμα. Έχουν περάσει από πάνω μου πολλοί που με έκαναν να αηδιάζω μόνο που με ακουμπούσαν με το λιγδιασμένο κορμί τους. Αυτό κάπως με είχε κάνει να τη συμπαθήσω. Επισκέπτες δεν είχε να με ενοχλούν με τα πάνω κάτω και τα κλάματά τους, και ο σιχαμερός άντρας που επισκεπτόταν συχνά τον θάλαμο δεν την είχε παρατηρήσει ακόμα. Όλα αυτά, μέχρι χθες.
Περασμένα μεσάνυχτα, η πόρτα άνοιξε και τον είδα μαζί με τον Μπακ να έρχονται προς το μέρος μας. Στάθηκαν μπροστά μας. Του είπε πως μπορεί να τελειώσει μέσα της άφοβα αλλά τον έβαλε να υποσχεθεί να μην της αφήσει σημάδια και έχει μπλεξίματα. Έπειτα ο Μπακ έβαλε στη μπλε ρόμπα του τα εβδομήντα πέντε δολάρια και έφυγε. Την κοστολόγησε πιο ακριβά από τις άλλες γιατί ήταν ψηλή, αδύνατη και ξανθιά. Ένιωσα το σώμα της για ένα δεύτερο να τρέμει, λες και της είχαν κάνει ηλεκτροσόκ. Αν μπορούσα θα άρχιζα να κουνιέμαι υστερικά για να τη βοηθήσω. Ξεκούμπωσε το παντελόνι του και ανέβηκε από πάνω μας με τα γόνατα. Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. «Είσαι το πιο όμορφο κορίτσι που είχα σήμερα» είπε με βρωμερή ανάσα και πήγε να τη φιλήσει. Ακούστηκε μια απόκοσμη κραυγή. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι την κομμένη γλώσσα του πάνω μου και το καυτό αίμα του να εισχωρεί αργά αργά στον αφρό μου. Η Νύφη είχε ήδη καταφέρει, σέρνοντας το κορμί της, να φτάσει μέχρι την πόρτα.
Μυρτώ Μαυρομάτη
Πίσω στη λίμνη
«Μπέντιβερ», είπε ο αφέντης μου ψυχορραγώντας στο χώμα, με την πλάτη του ακουμπισμένη στο κορμό ενός δέντρου. «Το σπαθί μού δόθηκε απ’ την κυρά της Λίμνης. Τώρα πρέπει να επιστραφεί στο νερό από όπου ήρθε».
Και έτσι, ο ιππότης Μπέντιβερ με σήκωσε απ’ το έδαφος και κατευθύνθηκε προς τη λίμνη. Με κρατούσε σφιχτά στο δεξί του χέρι και, λαβωμένος όπως ήταν απ’ τη μάχη, περπατούσε κάπως ατσούμπαλα και εγώ ζαλίστηκα μέχρι να φτάσουμε. Μουρμούριζε για το πόσο πολύτιμο είμαι και πως καλύτερα να με κρατούσε για χάρη του βασιλείου ή ακόμα και για τον εαυτό του. Φυσικά είχε δίκιο για την αξία μου αλλά δεν περίμενα η απληστία να τον κυριεύσει. Σταμάτησε και με έκρυψε πίσω από μια πέτρα και αποφάσισε να πει ψέματα στον βασιλιά του. Περίμενα αρκετή ώρα μέχρι που ο ιππότης, γεμάτος μετάνοια και ντροπή, επέστρεψε.
Πώς το ’ξερε; αναρωτήθηκε.
Ο αφέντης μου πάντα ήταν καλός στο να διακρίνει ψεύτες. Με πήρε, λοιπόν, περπάτησε μέχρι την όχθη της λίμνης, και με πέταξε με όλη του τη δύναμη. Το όμορφο χέρι της κυράς μου με έπιασε πριν πέσω έτσι βάναυσα στο νερό, και με τράβηξε μέσα με χάρη. Λυπόμουν για τον Αρθούρο, αλλά η δουλειά μου στον κόσμο των θνητών είχε πλέον τελειώσει. Μπορούσα πλέον να αναπαυτώ κι εγώ σαν τον βασιλιά μου.
Πάνος Παπαδόπουλος
Οι σημειώσεις
Ακούω από μακριά τα βήματα του Νόα να πλησιάζουν αργά και νωχελικά, ακολουθούμενα από τον ελαφρύ γδούπο της μαγκουρίτσας που τον στηρίζει. Κάθε μέρα, την ίδια ώρα. Δεν ξέρω πόσο καιρό γίνεται αυτό, ίσως και χρόνια. Εγώ δεν γνωρίζω από χρονολογίες παρά μόνο αυτές που βρίσκονται αποτυπωμένες για πάντα στις σελίδες μου. Φαίνεται πάντως να είναι πολλά, γιατί οι σελίδες μου έχουν κιτρινίσει ενώ σε κάποια σημεία έχουν λιγάκι τσαλακωθεί ή και σκιστεί. Δεν με πειράζει όμως, δεν πονάω τόσο. Όχι όσο με πονάνε κάποιες φορές αυτές οι επισκέψεις.
Η ανάγνωση των αναμνήσεων στην Άλι συχνά είναι πολύ επώδυνη. Δυσκολεύομαι να σηκώσω το βάρος τόσων πολλών λανθασμένων και δειλών επιλογών. Επιλογών που στέρησαν χρόνια ευτυχίας και πρόσθεσαν χρόνια μιζέριας στο πλάι ανθρώπων που δεν ήταν γραφτό να είναι μαζί. Όποτε όμως βλέπω το χαμόγελο της Άλι ή ακούω τη νότα ελπίδας στη φωνή της κάθε φορά που θυμάται κάτι, τα ξεχνάω όλα. Πάντα στα ίδια σημεία των πυκνογραμμένων σελίδων μου, ξανά και ξανά. Κι όμως, δεν κουράζομαι ποτέ. Γιατί αυτές είναι οι στιγμές για τις οποίες υπάρχωˑ οι στιγμές που δικαιολογούν την ίδια μου την ύπαρξη. Και γι’ αυτές είμαι ευγνώμων.
Χριστίνα Λουϊζάκη
Κίνητρο
Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στα δέκατα γενέθλιά του. Τότε ήμουν πολύ νέα, μόλις δύο χρονών και χωρίς καμία δουλειά στη Σκωτία. Από τότε γίναμε αχώριστοι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τον είδα να εξελίσσεται από αγόρι σε έφηβο, σε νεαρό άντρα και, τέλος, στην ισχυρότερη δύναμη του κόσμου. Δοκιμάστηκε, πόνεσε, απέτυχε, έχασε, αλλά ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Σε κάθε επιτυχία και πρόκληση που συνάντησε, ήμουν εκεί. Γνώρισε μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του περασμένου αιώνα. Από όπου περνούσε, κέρδιζε προσωνύμια, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο ακριβή. Ήρθε αντιμέτωπος με την ίδια τη μοίρα και βγήκε νικητήςˑ δεν λησμόνησε όμως ποτέ τις αξίες και την καταγωγή του. Στις πιο δύσκολες στιγμές του, ήμουν εκεί. Όταν έχασε τη μητέρα του, αισθάνθηκα και εγώ τον πόνο του, ράγισα. Στο τέλος, παρά τις όλες επιτυχίες του, βίωσε τη μεγαλύτερη και μακροβιότερη αποτυχία του. Απομακρύνθηκε από την οικογένειά του και κλείστηκε στον εαυτό του, χάνοντάς τον σιγά-σιγά. Συνέχισα να είμαι στο πλάι του, στην παρακμή του. Χάσαμε τη λάμψη μας.
Ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει, και εκεί που πίστευα ότι είχε πέσει δραματικά η αυλαία, επέστρεψε δριμύτερος για μία τελευταία θεαματική υπόκλιση. Η επανένωση με την οικογένειά του, του έδωσε καινούργια ζωή. Ήμουν ξανά περήφανη μαζί του. Οι περιπέτειες που ακολούθησαν ήταν μεγαλειώδεις. Μάγισσες και μυθικά τέρατα, βασιλιάδες, κροίσοι και πειρατές, χαμένοι πολιτισμοί και θησαυροί. Ταξίδεψα μαζί του στα πέρατα του κόσμου και ακόμα παραπέρα. Στα έγκατα της Γης και στα όρια του διαστήματος. Τώρα που φτάσαμε στο τέλος, μπορώ να πω μονάχα ένα πράγμα: Ήταν τιμή μου που ήμουν η έμπνευσή του όλα αυτά τα χρόνια.
Απόστολος Σαμαράς
Μετουσίωση
Δημιουργήθηκα για να προσφέρω αιώνια ζωή. Αθανασία. Τι όμορφη λέξη! Γεμίζει το στόμα όταν την προφέρεις. Πολλά μπορείς να κάνεις όταν είσαι αθάνατος και εγώ είμαι πολύ χαρούμενη που μπορώ να δώσω απλόχερα αυτό το δώρο. Όχι να το παινευτώ, αλλά δεν μετράει μόνο ο εσωτερικός μου πλούτος. Η εμφάνισή μου, από μόνη της, τραβάει τα βλέμματα και διεγείρει τις αισθήσεις. Είμαι πορφυρή και λάμπω μέσα στο σκοτάδι. Το φως από τις φλόγες των κεριών αγκαλιάζει το κορμί μου κάνοντάς με ακόμα πιο ακαταμάχητη. Δεν είμαι μια οποιαδήποτε λίθος. Είμαι πολύτιμη και μου αρέσει.
Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι ότι κινδυνεύω. Πολλοί είναι αυτοί που με κυνηγούν και πιο πολύ από όλους εκείνος ο πανούργος μοχθηρός μάγος τον οποίο όλοι τρέμουν. Ακόμα και ο ιδιοκτήτης μου, αυτός ο ταλαντούχος αλχημιστής, που με τόση αγάπη ξεζουμίζει από μέσα μου το λίκνο της ζωής, ακόμα και αυτός φοβάται τις σκοτεινές δυνάμεις του ακατανόμαστου. Εγώ όμως δεν ανησυχώ. Έχω την ικανότητα να κρύβομαι και να εμφανίζομαι μόνο σε όσους το έχουν πραγματική ανάγκη. Στους καλούς. Στους τίμιους. Σε αυτούς που αξίζει να ζουν για πάντα. Όπως το αγόρι που επέζησε. Έχω ακούσει πολλά για αυτόν και ελπίζω να είναι πράγματι ο εκλεκτός που θα νικήσει το κακό. Μέχρι τότε, θα παραμείνω αόρατη, ανάμεσα σε τόσα και τόσα αντικείμενα που κινδυνεύουν από την απληστία του ανθρώπου.
Θάνος Μολούδης
Οι παραπάνω συγγραφείς ανήκουν στο Τμήμα των Προχωρημένων του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium – Φθινόπωρο2022
Φανερά εξαντλημένος και κατάκοπος, ο άντρας με τα λιγδωμένα μαλλιά και το σκανδαλιάρικο βλέμμα κοίταζε βιαστικός το ρολόι του. Είχε διανύσει πολλά χιλιόμετρα μακριά από τον άρχοντα του ερέβους αλλά ακόμη ίδρωνε στη σκέψη κάποιας αλλαγής. Ακούστηκε το μαγικό κλικ ανάμεσα στους δείκτες και ο χρόνος επέτρεψε τη μεταφορά ανάμεσα στις διαστάσεις.
Το σαρδόνιο χαμόγελο κάλυψε σχεδόν ολόκληρη την έκταση του προσώπου του. Αμέσως μόλις κατάφερε να εισχωρήσει στον κόσμο των ανθρώπων μέσω της κοντινότερης πύλης, βρέθηκε σε ένα σκοτεινό δάσος με μια ξύλινη καλύβα στη μέση. Το αλλόκοτο κτίσμα στηριζόταν σε πόδια κότας. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άρπαξε με λαιμαργία και καταβρόχθισε το ένα πόδι. Έπειτα ξεκίνησε την αναζήτηση κάποιου σπιτιού χωρίς σκαλισμένες κολοκύθες.
Στο τέλος του δρόμου, πίσω από μια κλαίουσα ιτιά, βρισκόταν ένα σπίτι παντελώς κενό. Δεν είχε ιδιοκτήτη ούτε φαντάσματα. Τα λιγοστά έπιπλα πάλιωναν κάτω από ένα στρώμα παγωμένης σκόνης. Ο Τζακ εισέβαλε και κρύφτηκε κάτω από τη στριφογυριστή ξύλινη σκάλα του σαλονιού.
Λίγα λεπτά μετά, άκουσε γιγάντια βήματα και ένιωσε το έδαφος να τρέμει. Η θεόρατη μορφή έσπασε τη φθαρμένη πόρτα και ψιθύρισε τραγουδιστά: «Αναζητώ τον επιδρομέα του σπιτιού μου και τον καλώ να εμφανιστεί, ειδάλλως εγώ η ίδια θα τον φάω ζωντανό».
Ο Τζακ όμως δεν έβγαινε από την κρυψώνα του, προκαλώντας την απόλυτη αγανάκτηση της μάγισσας. Τέντωσε τα λασπωμένα μακριά της δάχτυλα και το σπίτι διαλύθηκε στον αέρα με μιας. Η Baba Yaga, εξαγριωμένη που ο άντρας έκλεψε και έφαγε το πόδι της καλύβας της, τον μεταμόρφωσε σε γιγάντια κότα. Ξερίζωσε το ένα του πόδι με πάθος και στη συνέχεια άναψε φωτιά κάτω από το καζάνι που κουβαλούσε. Μαγείρεψε και έφαγε το πόδι του. Από τα κόκκαλά του κατασκεύασε ένα κλειδί που άνοιγε κάθε πόρτα σε κάθε διάσταση, ώστε να μην την ξανακλέψουν.
Η γυναίκα περπατούσε με βήματα βαριά. Διέσχιζε το απομονωμένο δρομάκι που την οδηγούσε στα όρια της πόλης. Γύρω της, εγκαταλελειμμένα σπίτια, ξερά φύλλα και υγρασία, σαν να περνούσε από το μέρος ο θάνατος. Υπήρχε απόλυτη ησυχία, τόσο που η γυναίκα άκουγε μόνο τη λαχανιασμένη της ανάσα. Είχε περπατήσει τόσα χιλιόμετρα για να φτάσει εκεί… Κάθε βήμα όμως άξιζε τη θυσία. Μπροστά σε αυτό που της υποσχέθηκε εκείνη πως θα αντίκριζε, άξιζε κάθε θυσία. Εκείνη η μέρα ήταν η τελευταία της ελπίδα. Μέσα στο μυαλό της επανέλαβε άλλη μια φορά τις οδηγίες που της έδωσε εκείνη.
«Στα άκρα της πόλης θα βρεθείς, εκεί όπου νομίζεις πως φαντάσματα θα δεις. Θα δεις το φεγγάρι να λάμπει δειλά και θα απαγγείλεις λόγια τρυφερά. Η ώρα να είναι δώδεκα ακριβώς αλλιώς η πύλη δεν θα ανοίξει δυστυχώς…»
Δεν είχε την επιλογή να μην τα καταφέρει. Θα έπρεπε να περιμένει πάλι τον επόμενο χρόνο, όταν οι Παλιές Ψυχές θα δυνάμωναν και πάλι.
Η πόλη και τα φώτα της απλώνονταν μπροστά της. Βρισκόταν πλέον πολύ μακριά. Στάθηκε στο πιο σκοτεινό άκρο, εκεί όπου το φεγγάρι θα την έλουζε με το φως του μόλις εμφανιζόταν δειλά από τα σύννεφα. Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν ακριβώς δώδεκα. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά, όπως τότε. Τότε που όλα είχαν τελειώσει.
«Κόρη μου, σε παρακαλώ, μέσα στην ομίχλη, κάνε να σε δω… Της μαμάς της λείπεις πολύ, βλέπει πεταλούδες και νομίζει ότι είσαι εσύ. Κόρη μου μονάκριβη, εγώ δεν σε ξεχνώ. Η ψυχή μου πάντοτε είναι μαζί σου, εδώ. Ξέρω πως θα έρθεις σήμερα στο φως, εκεί που τελειώσαν όλα σαν καπνός.»
Έσφιξε τα μάτια και άφησε τα δάκρυα να τρέξουν καθώς επανέφερε στο μυαλό της την εικόνα που μισούσε. Το μικρό της στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Οι προβολείς την τύφλωσαν. Σύγκρουση.
Άνοιξε τα μάτια. Το φεγγάρι τη φώτιζε όσο ποτέ. Πίσω της, μια μικρή σκιά. Μεσάνυχτα της 31ης Οκτωβρίου 2000. Και οι ψυχές, για λίγο, επέστρεφαν σπίτι.
Άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία. Κάθισε στο κρεβάτι της και τεντώθηκε. Ήταν πολύ πιασμένη από την κούραση, αλλά παρόλα αυτά σηκώθηκε με όρεξη. Έπρεπε να ετοιμάσει το σπίτι καθώς σύντομα θα την επισκέπτονταν οι φίλοι της. Ήταν η μικρή τους παράδοση κάθε χρόνο τέτοια νύχτα να συναντιούνται και να ξεφαντώνουν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Ίσως φέτος να έρθει και ο Τομ, σκέφτηκε και το χλωμό της πρόσωπο σαν να ζωήρεψε. Το φεγγάρι είχε γεμίσει και από το βουνό ακουγόταν το κλάμα των λύκων. Άφησε ένα βάζο με λουλούδια στο τραπέζι και έστρωσε το φόρεμά της. Ύστερα έβαλε στο παλιό πικάπ έναν δίσκο και άφησε τη βελόνα να ακουμπήσει την άκρη του. Ακούστηκε ένα ελαφρύ τρίξιμο και ύστερα μουσική από πιάνο. Άρχισε να χορεύει μόνη με απαλές κινήσεις. Στριφογυρνούσε γύρω από τον εαυτό της όταν μια σκιά γλίστρησε κάτω από το φως του φεγγαριού και την τύλιξε τρυφερά. Το ήξερα πως θα έρθεις… ψιθύρισε και συνέχισε να κινείται αρμονικά με τη σκιά. Σύντομα το δωμάτιο γέμισε με κόσμο. Όλοι μαζί χόρευαν, γελούσαν και διασκέδαζαν.
Ένα κοράκι ήρθε και στάθηκε στο ανοιχτό παράθυρο. Παρακολουθούσε για ώρα μέχρι που κάποια στιγμή τίναξε τα φτερά του. Μόλις είχε αρχίσει να χαράζει. «Κοίτα! Κοίτα!» έκρωξε δείχνοντας έξω. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου τρύπωσαν στο δωμάτιο. Η μουσική έπαψε. Ο χορός σταμάτησε. Η γυναίκα κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Το φόρεμά της ήταν σκονισμένο, γεμάτο χώματα. Τα μαλλιά της ανακατεμένα. Το δεξί της μάτι δεν υπήρχε και στη θέση του υπήρχε μια σκοτεινή τρύπα. Το αριστερό της χέρι ήταν διάτρητο από σκουλήκια. Ακούμπησε το μάγουλο της με φρίκη. Κοίταξε γύρω της το δωμάτιο. Αόριστες φιγούρες την είχαν περικυκλώσει και την πλησίαζαν απειλητικά. Πισωπάτησε για να γλυτώσει ώσπου έφτασε στην άκρη του δωμάτιου. Μέσα από τον καθρέφτη έβγαινε ένα λαμπερό φως. Άπλωσε το χέρι της προς το φως όταν ο καθρέφτης κυριολεκτικά την τράβηξε μέσα του. Προσπάθησε να φωνάξει.
Ήταν εκείνη η στιγμή που πετάχτηκε όρθια από το κρεβάτι της. Ψηλάφησε ξανά το πρόσωπό της. Όλα ήταν εντάξει. Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε απότομα. «Χαρούμενο Χάλοουιν, μαμά! Φάρσα ή κέρασμα;» είπε γελαστά το μικρό αγόρι. Η γυναίκα γύρισε το κεφάλι της προς το κομοδίνο, εκεί όπου υπήρχε η κορνίζα με τη φωτογραφία του Τομ, του συζύγου της που έφυγε μια τέτοια ημέρα…
Βαρύς και συννεφιασμένος ήταν ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια των ανδρών. Περπάτησαν για ώρα το στενό λασπωμένο δρομάκι που χώριζε το δάσος στη μέση, ώσπου έφτασαν στην ξύλινη καλύβα τους. Ξαπόστασαν να πιούν λίγο δροσερό νερό. Ηττημένοι από το άκαρπο κυνήγι, τα δυο αδέλφια ξεκίνησαν τις νυχτερινές τους ετοιμασίες. Ο μεγαλύτερος και πιο δυνατός άρπαξε ένα τσεκούρι και χάθηκε μέσα στο πλήθος των δέντρων, ενώ ο μικρότερος έριξε λίγο στάρι στο νερό που κόχλαζε και ξεγλιστρούσε έξω από το τσουκάλι. Δεν πέρασε μισή βράση του φαγητού τους και ο μεγάλος αδελφός επέστρεψε με έναν πελώριο κορμό οξιάς. Παρά την αποτυχία τους στο κυνήγι, το λιγοστό φαγητό που γέμισε τα στομάχια τους και η θαλπωρή της φωτιάς ηρέμησαν κάθε τους ταραγμένη σκέψη. Λίγο προτού σβήσει η φωτιά, ο μικρός αδελφός άναψε ένα κερί και το ακούμπησε στο παράθυρο της καλύβας. Η φλόγα σάλεψε και μαγνήτισε τα βλέμματά τους. Τα ματόκλαδά τους βάρυναν στον χορό της ανάλαφρης γυναίκας επάνω στο φυτίλι, και ένας μεθυστικός ύπνος ήρθε σαν χάδι. Στο βάθος του μυαλού τους μια γλυκιά φωνή ήχησε:
«Είμαι η μαμά σας, πνίγηκα στη θλίψη.
Μένω εδώ κοντά σας, τίποτα μη λείψει…»
Ο ουρανός φούσκωσε. Μια δυνατή βροντή ξύπνησε τα αδέλφια. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και αστραπιαία γύρισαν να κοιτάξουν προς τη λίμνη όπου είχαν πνίξει τη μητέρα τους.
Περπατούσα σε ένα ασφαλτοστρωμένο δρομάκι, στην άκρη του χωριού Κονγκ. Δεν είχα ταξιδέψει ποτέ ξανά στην Ιρλανδία και η αρχιτεκτονική της ήδη μου προκαλούσε ρίγος. Το μεσαιωνικό τοπίο ήταν καταπράσινο παρόλο που σε δύο μέρες έμπαινε ο Νοέμβρης.
Νύχτωνε νωρίς στο χωριό, κάτι που εγώ είχα εντελώς ξεχάσει, συνηθισμένη από τη διάρκεια της μέρας στην Ελλάδα. Η νύχτα με βρήκε στην άκρη του χωριού, κοντά στα τελευταία σπίτια. Σκέφτηκα να κατευθυνθώ στο κατάλυμά μου ωστόσο ξαφνικά ένιωσα τα πόδια μου μουδιασμένα παρόλο που δεν ήμουν ιδιαίτερα κουρασμένη. Μία εκθαμβωτική λάμψη απλώθηκε παντού και έκλεισα τα μάτια σοκαρισμένη.
Όταν τα άνοιξα, πυκνή ομίχλη κάλυπτε το χωριό. Δεν υπήρχε ίχνος φωτός πουθενά. Μόνο το φεγγάρι, μου σκάλιζε ένα μονοπάτι στο χώμα και με οδηγούσε μακριά, σε κάτι που έμοιαζε με πυρκαγιά. Αναρωτήθηκα πώς η άσφαλτος είχε γίνει χώμα. Τα γόνατά μου έτρεμαν από τον φόβο μου καθώς προσπαθούσα να πιάσω το κινητό από την τσέπη.
Μια σκιά πέρασε από κοντά μου και με χάιδεψε στον ώμο. Άρχισα να τρέχω προς τη φωτιά αλλά σταμάτησα λίγο πριν φτάσω μπροστά της. Τα αυτιά μου έσκιζαν φωνές που έψελναν σε μία ακαταλαβίστικη γλώσσα. Δύο μεγαλόσωμοι άντρες οδηγούσαν μία γυναίκα προς τη φωτιά. Αυτή, αμίλητη, έμοιαζε να έχει αποδεχτεί τη μοίρα της. Βάδισε προς το μεγάλο πύρινο στεφάνι στη μέση του πλήθους. Μόλις χάθηκε μέσα στις φλόγες, αερικά ξεπετάχτηκαν από τις στάχτες της και χάθηκαν στον ουρανό. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να λιποθυμώ.
Ξύπνησα στο κρεβάτι του ξενοδοχείου την επόμενη μέρα το πρωί. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα εκεί.
“Καλημέρα”, μου είπε η γυναίκα της προηγούμενης νύχτας, καθώς μου σέρβιρε πρωινό στο κρεβάτι. “Κοίτα να συνέλθεις γρήγορα. Σήμερα γιορτάζουμε το Χαλογουίν, δεν πρέπει να το χάσεις”.