Ο Νικητής της Μοίρας – Αγγελική Ζευγολάτη

Photo by Meryl Katys on Pexels.com

Και να ‘τη, σαν φάντασμα, τυλιγμένη μέσα στα μαύρα της τούλια. Ετούτη τη φορά, ήρθε να με απειλήσει με λόγια και όχι με πράξεις.

“Καλή μου, δεν συντρέχει κανένας λόγος ταραχής. Πρέπει απλώς να με αποδεχθείς. Ακόμα και αν σε πονάω, να ξέρεις πως έτσι κάνω εγώ· πετάω τα παιδιά μου στα βράχια. Ελάχιστοι γλιτώνουν. Και, αν δεν με πιστεύεις, έλα να δεις. Όνειρα μεταμορφώνονται σε εφιάλτες και ευχές γίνονται αυταπάτες. Ο χρόνος κυλάει και αλίμονο σε όποιον πίστεψε πως θα τον σταματήσει. Είναι φίλος μου και εχθρός. Είναι συνοδοιπόρος. Με κάνει να γελάω σαν μεταστρέφει το ουρί του παραδείσου σε γριά ξεγδαρμένη. Περιμένω, σχεδόν εμμονικά, τη στιγμή που τα ρωμαλέα παλικάρια θα γίνουν ασθενικά κομμάτια τρεμάμενου κρέατος, που θα φτύνουν ροχάλες και θα καταριούνται τη μοίρα τους. Δηλαδή εμένα! Είμαι μοναδική να αδειάζω αγκαλιές και να πίνω δάκρυ από όπου κι αν προέρχεται, ακόμα και από συγκίνηση. Με παρακαλάνε άγγελοι χωρίς μιλιά να αφήσω τη ζωή, μα εγώ τη χτυπάω δυνατά μέχρι να ξεψυχήσει. Μαραίνω τ’ αγιοκλήματα και ρίχνω κατά γης τις γουλίτσες, τα αμύγδαλα που κρατούν με ευλάβεια στα χέρια τους τα μικρά παιδιά για να τραφούν. Κλέβω ακόμα και ήλιους, αλλά για σένα έχω άλλα σχέδια. Σκέφτομαι να ρίξω τη σχεδία σου σε ηλεκτρικά σύρματα και, όπως θα γίνονται εκρήξεις, να τις σβήσω στα πελάγη και να χαθούν και αυτές με τη σειρά τους”, είπε η Μοίρα.

Δεν άντεξα. Άστραψα και βρόντηξα. Κατέβηκα από τα ύψη μου να παλέψω τη Μοίρα μέσα στα πύρινα αλώνια. Πέρασα ξυράφι από τα χείλη μου και λόγχη από το στήθος. Γλώσσες από κόκκινο αίμα έγιναν πορφυρή λάβα που ορκιζόταν να κάψει τη Μοίρα.

“Άκου, για να τελειώνουμε. Εγώ έρχομαι απ’ τα σίγουρα που πιο αβέβαια δεν έχει. Σε ξέρω και με ξέρεις από την κοιλιά της μάνας μου. Με κοινώνησες νερό με αμίαντο σαν με πρωτόπιασες· και από τότε δεν με άφησες ποτέ. Σε ευχαριστώ. Σου χρωστάω αυτό που είμαι. Μα, για το καλό σου, φύγε. Δεν μπορείς να με δαμάσεις. Κυβερνάω το φως. Τραγουδώ ό,τι αγαπώ και μέσα στα μάτια μου είναι όλοι όσοι νόμισες ότι μου πήρες. Και όσα μου στέρησες τα καταράστηκε η ζωή και δεν υπάρχουν πια. Περπατάω με πόδια γυμνά σε πέτρες κοφτερές και, με το αίμα που στάζει, χαράζω πάνω τους ποιήματα. Μένω αθάνατη. Άνεμοι, γητευτές, με συνοδεύουν τώρα πια στα ταξίδια μου. Βρίσκω του Μαγιού ανθό σε βράχια ραϊσμένα και γλυκαίνω τις πληγές με ξύδι. Δεν γελιέμαι γιατί μου φανερώνονται όνειρα στην ανατολή του ήλιου. Και από το γινάτι σου εγώ έγινα βασίλισσα στου πόνου το παλάτι. Μα, εδώ που φτάσαμε, είναι ή εγώ ή εσύ. Χτύπα με όλη σου τη δύναμη αλλά να ξέρεις πως νικητής θα είναι αυτός που θα περάσει το δάχτυλό του μέσα από φωτιά και δεν θα βρει σημάδια”.

Σούρθηκε για να φύγει. Αναστενάξαν τα βουνά και αφρίσαν τα ποτάμια. Καθώς απομακρυνόταν, με κοίταξε με βλέμμα ικέτη. Χάρτινη, κάλπικη, μικρή, κακομοίρα, Μοίρα.


Το κείμενο βασίζεται σε άσκηση του Εργαστηρίου.

Αναθεώρηση

[Για τις ημέρες που έφυγαν- για κείνες που θα ‘ρθουν]

Πράγματα που δεν κλείνονται
σε τσέπες, σε κουτιά,
δεν αριθμούνται,
δεν γερνούν,
δεν στέκονται σε ράφια,
δεν χαλούν.
Το χιόνι.
Το ταξίδι.
Τα φιλιά.
Η θάλασσα.
Οι αγκαλιές.
Και τι δεν θα ‘δινα,
απ’ τα πλούτη μου,
ξανά να ‘ρθουν.

©Ευλαμπία Τσιρέλη

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση με αναφορά στο όνομα της δημιουργού. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση.

Η Προσφορά- Βασίλης Καραβασίλης

Η νύχτα είναι παγερή και άναστρη. Το ανήμπορο φεγγάρι μοιάζει παγιδευμένο στον συννεφένιο  ιστό μιας ουράνιας αράχνης. Το σεληνόφως αντανακλάται στις λιγοστές λίμνες νερού στις άκρες του λιθόστρωτου μετά τη νεροποντή. Χαμηλή πυκνή ομίχλη αρχίζει να ίπταται μέσα στην πόλη.

Προχωρώ με γρήγορα και αποφασιστικά βήματα. Η βαριά, μουσκεμένη καπαρντίνα μου σχεδόν γλείφει τον δρόμο.  Αισθάνομαι τη διαπεραστική υγρασία να τρυπά την ψυχή μου. Μέσα μου βράζει η οργή. Μπορώ ακόμα να ακούσω μέσα μου, με ανατριχιαστική καθαρότητα, τις θρηνητικές ικεσίες της γυναίκας και των παιδιών μου, καθώς και τις αποτρόπαιες, γεμάτες άγνοια και μίσος, κραυγές του όχλου.

«Κάψτε τη μάγισσα!» «Σκοτώστε τη σπορά του διαβόλου!» φώναζαν με λύσσα.

Έπειτα από προσπάθειες μηνών, είχα καταφέρει να ανακαλύψω το αντίδοτο στην ασθένεια που μάστιζε την πόλη εδώ και καιρό. Οι μέθοδοί μου θεωρήθηκαν αιρετικές και βλάσφημες. Ό,τι δεν καταλάβαιναν, τους τρόμαζε. Με κατηγόρησαν πως εγώ, ένας κοινός θνητός, προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω τα μυστικά του Θεού. Η τιμωρία μου ήταν να δω την οικογένειά μου να καίγεται στην πυρά, με τις ζωηρές επευφημίες του πλήθους να σκεπάζουν το γοερό ουρλιαχτό μου.

Πλησιάζω το νεκροταφείο στην έξοδο της πόλης. Τα επιβλητικά κάγκελα, που τα αγκαλιάζει το σκοτάδι, μοιάζουν με πλεγμένα κλαδιά στην είσοδο κάποιου αφιλόξενου δάσους. Εγώ, σαν νεκρός στο σώμα ενός ζωντανού, κυνηγώ έναν θρύλο. Τον θρύλο ενός πλάσματος που έχει ξεγελάσει τον θάνατο και διψά για ανθρώπινο αίμα.

Μπαίνω στο νεκροταφείο και, μετά από λίγα βήματα, γονατίζω και χτυπώ με λύσσα τη γροθιά μου στο έδαφος. Κάλεσμα. Νιώθω ένα ελαφρύ άγγιγμα στον ώμο μου. Γυρνώντας, αντικρίζω μια θεόρατη φιγούρα με απόκοσμα, κίτρινα μάτια που λάμπουν στο πενιχρό φως του φεγγαριού. Το διαπεραστικό του βλέμμα διαβάζει την οδύνη και τον θυμό μου. Γυμνώνω θεληματικά τον λαιμό μου χαμογελώντας. Οι σκέψεις μου είναι γεμάτες αίμα και εκδίκηση. 


Το κείμενο βασίζεται σε άσκηση του Εργαστηρίου.

Θάνατος. Τέλος ή αρχή;

Μια ανείπωτη χαρά και ενθουσιασμό ζήσαμε σε παγκόσμιο επίπεδο με την αλλαγή του χρόνου. Μια ελπίδα ότι ξημερώνει κάτι νέο και διαφορετικό, ότι κάθε τι παλιό και σκοτεινό μάς έχει αφήσει πια και βρίσκεται σε ένα άλλο σύμπαν.

Ο άνθρωπος έχει την τάση να υιοθετεί πεποιθήσεις και να τις τρέπει σε πραγματικότητες. Η καταπληκτική ικανότητα να πιστεύουμε κάτι που οι ίδιοι έχουμε δημιουργήσει είναι αξιοθαύμαστη. Και το εντυπωσιακό είναι πως λειτουργεί και μετουσιώνεται σε γεγονός.

Πραγματικά πιστεύουμε ότι έρχεται κάτι νέο, ένας νέος χρόνος, κάτι εντελώς καινούργιο και καλύτερο. Ενώ στην ουσία το μόνο που αλλάζει είναι η ώρα από 00.00 σε 00.01 όπως κάθε μέρα, και φυσικά η ολοκλήρωση μιας πλήρους περιστροφής του πλανήτη μας γύρω από τον ήλιο. Κι όμως πιστεύουμε πως ο χρόνος παγώνει και ξαναξεκινά, ότι με έναν μαγικό τρόπο μπορούμε να τον ελέγξουμε. Ότι μπορούμε να ελέγξουμε το τέλος και την αρχή του χρόνου.

Πού οφείλεται στ’ αλήθεια αυτή η πεποίθηση και βεβαιότητα ότι έχουμε περάσει σε κάτι πραγματικά καινούργιο και διαφορετικό;

Έχει τις ρίζες της στην ελπίδα, στο φυσικό ένστικτο της επιβίωσης. Οι αλλαγές, οι εορτές, οι περίοδοι οι κύκλοι, οι διακοπές, οι παύσεις και οι εγρηγόρσεις μέσα στο έτος επιδρούν όλες στην ανθρώπινη ψυχολογία. Χρειαζόμαστε διαλείμματα, αλλαγές, ανανεώσεις, διαβεβαιώσεις ότι η ζωή ανανεώνεται, η ελπίδα ανανεώνεται και ότι δεν ζούμε μια επανάληψη, ότι δεν βαδίζουμε έναν μονότονο δρόμο προς τον θάνατο.

Τα τέλη και οι ενάρξεις σηματοδοτούν νέες αρχές και ξεκινήματα. Ουσιαστικά πρόκειται για μικρές νίκες εναντίον του θανάτου.

Ξενυχτάμε τον νεκρό, δεν κοιμόμαστε εκείνη τη νύχτα γιατί ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος και μαχόμαστε εναντίον του. Ανάβουμε τα φώτα να φωτίσουμε την ψυχή να βρει τον δρόμο της και να περάσει ομαλά στον άλλον κόσμο.

Τα Χριστούγεννα ανάβουμε όσο πιο πολλά φώτα και λαμπιόνια μπορούμε, να διώξουμε το σκοτάδι του χειμώνα. Ο Χριστός με τη γέννησή του φέρει το φως, το άστρο στον ουρανό οδηγεί τους μάγους. Την Πρωτοχρονιά στο σκοτάδι της νύχτας αποχαιρετούμε τον παλιό χρόνο και γεμίζουμε με φως, με βεγγαλικά τον ουρανό το νέου έτους. Τα Φώτα αγιάζεται ο τόπος και τα νερά, φεύγουν οι καλικάντζαροι πίσω στο σκοτάδι της γης.

Στη γιορτή των Αγίων Πάντων, το παραδοσιακό δυτικό Χάλογουϊν και αρχαίο Σόουιν των Κελτών, ανάβουν μεγάλες υπαίθριες φωτιές ή φαναράκια για να φωτίσουν τη νύχτα και να καθοδηγήσουν τις ψυχές των νεκρών ή να αποτρέψουν την είσοδο κακών πνευμάτων στον κόσμο μας. Το ίδιο και την Πρωτομαγιά, το Μπελτέιν, η νύχτα γίνεται μέρα με τεράστιες φωτιές. Το ίδιο και στα δικά μας έθιμα του Αη Γιαννιού, την Πρωτοχρονιά και τις Απόκριες.

Όλα μικρές νίκες κατά του σκοταδιού που συμβολίζει το άγνωστο και το τέλος της ζωής, τον θάνατο.

Ακούστε το σχετικό Podcast Giati Oxi
| Ο Θάνατος στην Ανθρώπινη Σκέψη Διαχρονικά| Ευλαμπία Τσιρέλη στη Δέσποινα Κανάκογλου.

Η μεγαλύτερη νίκη κατά του φόβου, του τρόμου, του μουδιάσματος του θανάτου, είναι η πεποίθηση πως δεν είναι το τέλος. Πως υπάρχει κάτι πέρα από αυτό, πως διατηρείται η ύπαρξη -αν όχι με τη μορφή που είναι ως ζωντανή- τουλάχιστον με μια διαφορετική μορφή και υπόσταση σε ένα άλλο υπερβατικό πεδίο.

Όλες οι θρησκείες έχουν βασίσει την κοσμοθεωρία τους στη νίκη κατά του θανάτου με την πίστη πως ο θάνατος δεν είναι το τέλος. Ανάσταση, μετενσάρκωση, μετουσίωση, νιρβάνα, ακόμα και οι αρχαίες ανιμιστικές πεποιθήσεις υιοθέτησαν την ένωση με τη φύση, με τον ποταμό, τον άνεμο, τη συνέχιση στον κόσμο των πνευμάτων με την κατοίκηση της ψυχής στο νερό, στο δέντρο, στο βουνό.  

Ταφικές πρακτικές από την αρχαιότητα -με πιο διάσημες τις μούμιες των Αιγυπτίων- μέχρι σήμερα δημιουργήθηκαν και διατηρήθηκαν ώστε να μας πουν ακριβώς αυτό:

Πως ήρθε το τέλος αλλά ήρθε συγχρόνως και μια αρχή για την οποία ο νεκρός πρέπει να είναι έτοιμος.

Ακόμα και οι πιο ορθολογιστές, που είναι πεπεισμένοι και σίγουροι πως η ύπαρξη παύει τη στιγμή του θανάτου, δέχονται ακούσια μια πιθανότητα συνέχισης της ύπαρξης ακόμα και μέσα από την ανάμνηση των αγαπημένων τους και την επιβίωση μέσω των απογόνων τους και των γονιδίων τους.

Διότι κανένας άνθρωπος δεν δύναται να συλλάβει την κενότητα του ΤΕΛΟΥΣ. Είναι ενάντια στη φύση μας. Και ίσως να είναι τόσο ενάντια επειδή ακριβώς δεν υπάρχει τέλος. Δεν δύναται να υπάρξει τέλος πουθενά στη φύση χωρίς μια ταυτόχρονη αρχή. Ένας τερματισμός χωρίς μια εκκίνηση σε ένα άλλο πεδίο, επίπεδο, τρόπο. Το τέλος είναι αφύσικο.

Ακούστε το σχετικό Podcast Giati Oxi |

Ο Θάνατος στην Ανθρώπινη Σκέψη Διαχρονικά| Ευλαμπία Τσιρέλη στη Δέσποινα Κανάκογλου.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Δεν επιτρέπεται η έντυπη αναδημοσίευση χωρίς άδεια.

Γύρω από τον εαυτό – Μια θεώρηση της ιστορίας του Ανθρώπου

Παρατηρώντας τον κόσμο συνολικά και διαχρονικά, βλέπει κανείς στην πορεία του ανθρώπου μια βόλτα γύρω από τον εαυτό του. Σαν μωρό, που δεν ξέρει τίποτα για τον κόσμο, ξεκινά στο πρωτόγονο και αρχαϊκό στάδιο του πολιτισμού του. Όταν λύνει το ζήτημα της τροφής, με την ανακάλυψη της καλλιέργειας τη γης, και διασφαλίζει την επιβίωση και διαιώνιση του είδους του, αρχίζει να κοιτάζει πιο βαθιά στην ύπαρξή του. Αρχικά, αναρωτιέται πού πηγαίνουν αυτοί που πεθαίνουν, κι έτσι επινοεί την προγονολατρεία. Έπειτα, θαυμάζει τις ικανότητες των ζώων, θεοποιεί τα δέντρα, τη φύση, επινοεί τον ανιμισμό, κι ύστερα κοιτάζει ψηλά στον ουρανό ή, πέρα, στην ανεξερεύνητη θάλασσα, επικαλείται τους θεούς και δυνάμεις τρομερές που διασφαλίζουν ή απειλούν την ύπαρξή του και την τάξη στον κόσμο.

Δημιουργεί τέχνη και κατακτά τη γνώση του κόσμου γύρω του σιγά σιγά. Ερμηνεύει, ταξινομεί, ορίζει. Οι θεοί γίνονται μύθοι, γίνονται ιστορίες παλιές, του “κάποτε”. Οι παλιές ιστορίες γίνονται σύμβολα και αρχέτυπα και φωλιάζουν μέσα του.

Κι έπειτα, συνειδητοποιεί τη δύναμή του. Ασκεί εξουσία, αποκτά υλικό πλούτο, κάνει πολιτική, διπλωματία, διεκδικεί γη, γράφει ιστορία και τη διεκδικεί. Σκοτώνει και σκοτώνεται, θυσιάζεται, μαρτυρεί για θεούς και έθνη. Πάντα αγωνίζεται για τη θέση του στον κόσμο. Και μετά, μελετά, παρατηρεί, καταγράφει, μαθαίνει, κάνει επιστήμη, διαφωτίζεται. Δημιουργεί θαυμαστά πράγματα. Γίνεται ένας μικρός θεός.

Ώσπου, βγαίνει από τον κόσμο, προς τα αστέρια. Θέλει να μάθει κι άλλα. Πόσο θαυμαστό το ταξίδι στους άλλους πλανήτες. Όμως, τι περίεργο, επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε. Σε μια μήτρα. Ένα έμβρυο, μέσα σε ένα μητροειδές διαστημόπλοιο που τον γεννά σε έναν νέο κόσμο, στο αχανές διάστημα ή σε έναν άγνωστο, ξένο πλανήτη, όπου είναι και πάλι μωρό, μικρό και απροστάτευτο. Χωρίς την τεχνογνωσία που χρειάζεται εκεί, χωρίς την οργανική δομή και τις σωματικές αντοχές που θα τον βοηθήσουν να επιβιώσει, χωρίς τροφή, χωρίς ιστορία, χωρίς θεούς, χωρίς επιστήμη… Όλα από την Αρχή.


Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα ομιλίας στην παρουσίαση του βιβλίου Τομές και Ασυμβατότητες” του Πέτρου Παναγιωτόπουλου, Φυσικού και Επίκ. Καθηγητή Θεολογίας ΑΠΘ, εκδόσεις Ροπή.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση με αναφορά στο όνομα της συντάκτριας. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση χωρίς άδεια. 

Φαντασία και Επιστήμη – Τεχνολογία και Ανθρωπινότητα

Σήμερα κυριαρχεί η επιστήμη, ο οραματισμός, οι ανθρώπινες πράξεις και οι συνέπειες στο μέλλον, ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος που μας περιμένει, αλλά και δυστοπικά σενάρια  που πολλές φορές εμπλέκουν το ζήτημα επιστήμη-θρησκεία και μια ενδεχόμενη σύγκρουση, ολοκληρωτικά πολιτικά καθεστώτα, κατάχρηση τεχνολογίας, απανθρωπισμό του ανθρώπου. Λογοτεχνικά βιβλία από τα οποία μπορούμε να διδαχτούμε και να μελετήσουμε βαθιά τέτοια θέματα είναι Το Ηλεκτρικό Πρόβατο Φίλιπ Ντικ, ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος του Άλντους Χάξλευ, το 1984 του Όργουελ, το Φάρεναιτ 451 του Μπράντμπερι, και πολλά άλλα έργα επιστημονικής και δυστοπικής φαντασίας. Ευτοπίες, ουτοπίες, μακάριοι τόποι, Άνθρωπος και Φύση σε αρμονική συμβίωση VS Κυριαρχία του Ανθρώπου. Μπορεί άραγε ο άνθρωπος να υπερβεί τη φύση; Και αν ναι, μπορεί να επιβιώσει; Και αν ναι σε τι κατάσταση; Προς το παρόν, υποθέσεις και σενάρια διαβάζουμε μόνο στα βιβλία και βλέπουμε στις ταινίες. Μα… προσέξτε: «Η επιστημονική φαντασία του χθες είναι η πραγματικότητα του σήμερα, όπως και η επιστημονική φαντασία του σήμερα είναι η πραγματικότητα του αύριο».

Είναι άραγε η φαντασία ο αρμός που ενώνει επιστήμη και πνευματικότητα; Ή, τουλάχιστον, αυτό που μας βοηθά να βρούμε ένα σημείο ζεύξης;

Η φαντασία δαιμονοποιήθηκε και υποβιβάστηκε ως κάτι το παιδαριώδες -ίσως και επικίνδυνο- γιατί απελευθέρωνε το ανθρώπινο πνεύμα. Γυναίκες κάηκαν στην πυρά, καλλιτέχνες εκτελέστηκαν από την Ιερά Εξέταση και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Τη φοβήθηκε και η θρησκεία, και η επιστήμη, και η πολιτική. Οι καλλιτέχνες ακόμα διώκονται. Δεν ήταν όμως «φαντασία» και «πλάσματα του φανταστικού» η επιστημονική γνώση πριν κατακτηθεί; Δεν ήταν μαγεία η τεχνολογία; Η μουσική των σφαιρών – τα nebulas – η γέννηση νέων άστρων – το μυστήριο των μαύρων τρυπών σήμερα όλα δεν θα μπορούσαν να γεννήσουν μια συμπαντική ποίηση του 21ου αιώνα που διασώζει την ομορφιά και το μυστήριο; Ο κόσμος είναι μαγικός από μόνος του. Είναι μια δημιουργία, και το κοσμικό αβγό γεννά συνεχώς νέους κόσμους, νέα ποιήματα.

Το θεώρημα της μη πληρότητας του Kurt Gödel λέει ότι «δεν μπορούμε πάντοτε να αποφανθούμε για την πληρότητα ενός συστήματος παραμένοντας αποκλειστικά στα πλαίσια του ίδιου του συστήματος, δηλαδή -εν προκειμένω- του γνωστού μας Σύμπαντος». Προσωπικές παγιωμένες απόψεις εκούσιες ή ακούσιες ακόμα, στερεότυπα, πεποιθήσεις, αντιλήψεις, ιδέες και αξίες του παρατηρητή-ερευνητή-επιστήμονα δεν γίνεται να παραγκωνιστούν και να έχουμε μια αντικειμενική παρατήρηση των πραγμάτων και, άρα, ουδέτερο πόρισμα σε οτιδήποτε. Ο Weinberg λέει: «Μελετάμε με κέντρο τους εαυτούς μας». Μα πώς μπορεί, στ’ αλήθεια, να γίνει διαφορετικά;

Η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν εξελιχθεί. Εμείς τις εξελίξαμε. Καιρός να εξελίξουμε τον εαυτό μας, τον εσωτερικό μας κόσμο, τον τρόπο σκέψης μας ώστε να επιτύχουμε ένα πνευματικό εξελικτικό βήμα για την ανθρωπότητα. Αυτό είναι το μεταίχμιο. Είναι αυτό που χρειάζεται, και αυτό που τώρα πια είναι δυνατόν να συμβεί.

Υπάρχει ένας κόσμος, μια κατάσταση ζωής, ένας άχρονος κόσμος που έχει υπάρξει, που υπάρχει, που θα υπάρξει στο μέλλον.  Οι άνθρωποι είναι πιο εξελιγμένοι από τις μηχανές. Τις χρησιμοποιούν, συνεχίζουν να ερευνούν και να μαθαίνουν, όμως… είναι κάπως διαφορετικοί.

Οι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο σκέφτονται βαθιά πριν πράξουν, μπορούν και βλέπουν από ψηλά, θυμούνται τα παλιά, σέβονται τα τωρινά, νοιάζονται για τα μέλλοντα. Μιλούν αργά και ήρεμα∙ γελούν δυνατά, απολαμβάνουν τη φύση γύρω τους, είναι ευγενικοί ο ένας με τον άλλον, δίνουν περισσότερα από ό,τι παίρνουν, μοιράζονται τα πάντα –το φαγητό, τη γη, το σπίτι τους-, παρηγορούν ο ένας τον άλλον. Αγκαλιάζονται συνεχώς, σέβονται το σώμα τους. Προσέχουν την ποιότητα των λόγων τους.

Έχουν αναλύσει σχεδόν τα πάντα για τον ουρανό και το διάστημα, όμως… συνεχίζουν να κάνουν ευχές στ’ αστέρια. Ίσως αυτός ο κόσμος να είναι ήδη στα χέρια μας.


Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα της ομιλίας μου για την παρουσίαση του βιβλίου Τομές και Ασυμβατότητες” του Πέτρου Παναγιωτόπουλου, Φυσικού και Επίκ. Καθηγητή Θεολογίας ΑΠΘ, εκδόσεις Ροπή. Βίντεο της παρουσίασης μπορείτε να δείτε εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=39EsWniUa2Y&t=919s&ab_channel=EvlampiaTsireli

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Η φωνή του βουνού – Νίκος Βογιατζής

Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, το βλέμμα μου έπεσε στο θολό από υγρασία τζάμι. Έξω έπεφτε χιόνι πυκνό. Κάλυπτε αργά τα κλαδιά των ελάτων. Σηκώθηκα νωχελικά και, αφού τεντώθηκα για να ξεπιαστώ, προχώρησα προς την κουζίνα. Περνώντας από το κυρίως σαλόνι του καταφυγίου, πρόσεξα ότι η φωτιά στο τζάκι είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται. Την τάισα φρέσκο ξύλο και, μόλις πήρε τα πάνω της, συνέχισα για να πάω να φτιάξω πρωινό. Ζεστός καφές, αχνιστό ψωμί, βούτυρο και μέλι. Τα έβαλα όλα σε έναν δίσκο και κάθισα στο ξύλινο τραπέζι, δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία.

Η χιονόπτωση ήταν τώρα πιο αραιή, τόσο ώστε να μπορώ να παρακολουθήσω μία και μόνο χιονονιφάδα στο ταξίδι της προς τη βεράντα. Ήπια μια γουλιά καφέ για να ζεστάνω το μέσα μου, και μια μπουκιά ψωμί με μέλι για να με γλυκάνει. Άπλωσα το χέρι μου στη στοίβα με τα βιβλία και διάλεξα ένα αστυνομικό, για να με συντροφεύσει όσο έτρωγα.

Είχα διαβάσει περίπου τρεις σελίδες, όταν άκουσα μια φωνή. Ήταν ζεστή και απαλή σαν μάλλινη κουβέρτα. Ερχόταν απ’ έξω και έλεγε μόνο μία λέξη: «Έλα». Σαν υπνωτισμένος, φόρεσα το μπουφάν μου, γάντια και κασκόλ, και βγήκα στη χιονισμένη πλαγιά του βουνού. Άρχισα να ανηφορίζω, περνώντας κάτω από πανύψηλα δέντρα, αφήνοντας βαθιά ίχνη στο πάλλευκο έδαφος. Η φωνή γινόταν όλο και πιο έντονη, πιο γλυκιά, πιο ζεστή. Έμοιαζε να έρχεται μαζί με τον αέρα και να εισχωρεί μέσα μου με κάθε αναπνοή.

Χωρίς να το καταλάβω, έφτασα στην κορυφή. Και τότε την είδα. Ήταν ντυμένη με ένα φόρεμα μακρύ, φτιαγμένο από φως. Είχε ξανθά μαλλιά που έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό της και κάλυπταν τα μάτια της. Χαμογελούσε. Γύρω από τα πόδια της, μικρές τούφες από χορτάρι είχαν φυτρώσει. Τα χέρια της ήταν απλωμένα προς το μέρος μου. Έτρεξα κοντά της και μπήκα στην αγκαλιά της.

Ένιωσα τα πάντα. Άκουγα τις φωνές των δέντρων, των ζώων, ολόκληρου του βουνού. Άκουσα όλες τις ιστορίες που κρατούσαν κρυμμένες, ιστορίες χαράς και λύπης, ζωής και θανάτου. Για το πώς οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν μαζί τους αρμονικά, μιλούσαν μαζί τους και τους φέρονταν με σεβασμό. Και για το πώς τώρα έχουν ξεχαστεί όλα αυτά, πώς η φωνή τους σώπασε στα αυτιά των ανθρώπων, παρόλο που μιλούν και φωνάζουν και ουρλιάζουν κάθε μέρα για να τους προσέξουν.

Άκουσα χιλιάδες ιστορίες, αν και είχαν περάσει λίγα λεπτά. Όταν σταμάτησαν οι φωνές, με όσες δυνάμεις μού είχαν απομείνει, ρώτησα: «Τι μπορώ εγώ να κάνω για σας;» Αλλά πριν προλάβω να πάρω απάντηση, έσβησαν τα πάντα.

***

Ξύπνησα στο κρεβάτι μου, πίσω στο σαλέ. Το κεφάλι μου πονούσε και προσπαθούσα να καταλάβω αν όλα αυτά είχαν όντως συμβεί ή ήταν ένα όνειρο. Μέχρι που κοίταξα στο τζάμι και πήρα την απάντησή μου. Στο γυαλί, γραμμένο πάνω στην πρωινή πάχνη ήταν γραμμένη μία λέξη: «Άκου».


Ο Νίκος Βογιατζής ζει, γράφει και αυτοσχεδιάζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Το πέταγμα – Γιάννης Λαζαρίδης

Ο Χόρχε έπιασε μια μάλλινη μπάλα και την πέταξε στο ξύλινο πάτωμα με ένα βλέμμα ουδέτερο, χωρίς χαρά ή λύπη· ένα βλέμμα πεισματικά προσκολλημένο εδώ και ώρες στο άνοιγμα των δύο ξεφτισμένων παραθυρόφυλλων που έβλεπαν στο απέναντι, γειτονικό, σιωπηλό διαμέρισμα. Η μπάλα προσγειώθηκε στη βαριεστημένη μουσούδα του Ντιέγκο, του πιστού του γάτου, που ξάπλωνε με την ίδια απάθεια στο σκονισμένο πάτωμα. Αν δεν υπήρχε η φυσική διάκριση μεταξύ ανθρώπου και ζώου, θα έλεγε κανείς πως ο Ντιέγκο ήταν πραγματικό παιδί του Χόρχε. Είχαν και οι δυο τους πορτοκαλί μαλλιά, και μάτια γαλάζια με κόρες σχιστές. Τα σώματά τους ήταν απλωμένα στις θέσεις τους, χωρίς ενδιαφέρον για το οτιδήποτε.

Ο Χόρχε στεκόταν νεκρικά ακίνητος φορώντας μια κόκκινη ρόμπα και ένα μαύρο εσώρουχο. Με γένια ατημέλητα, δεκατεσσάρων ημερών, είχε βολευτεί σε μια χαμηλή πολυθρόνα, αφήνοντας τα χέρια του και τα πόδια του να αιωρούνται σχεδόν παράλυτα, σαν αράχνη που περιμένει υπομονετικά το επόμενό της θήραμα.

Μονάχα που ο Χόρχε δεν είχε βλέψεις μήτε για θηράματα μήτε για ζωή. Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που ανακοινώθηκε η καραντίνα και, τώρα πια, θαρρείς πως εκείνη η μοιραία ανακοίνωση είχε ναρκώσει κάθε του όρεξη για ζωή και οξυγόνο. Ένιωθε παράλυτος μπροστά στην ησυχία του κόσμου.

Ξαφνικά, ένα λευκό περιστέρι προσγειώθηκε στο περβάζι του παραθύρου, στάθηκε για λίγα δεύτερα να ξαποστάσει, και έπειτα άνοιξε ξανά τα φτερά του και πέταξε. Ο Χόρχε πετάχτηκε αναστατωμένος προς το παράθυρο παρατηρώντας, με μάτια που μαρτυρούσαν ζήλια, το περιστέρι που πετούσε από περβάζι σε περβάζι, ελεύθερο και αδέσμευτο. “Ένα περιστέρι”, παρατήρησε με θλίψη καθώς ο Ντιέγκο τριβόταν στοργικά στα πόδια του, μες στην ακαταμάχητη αθωότητά του.

Έριξε ένα βλέμμα σε όλα τα κτίρια της γειτονιάς. Νεκρική σιγή. Στο μυαλό του όμως είχε μείνει ο απόηχος των φτερών. Ένα μικρό χαμόγελο έσπασε διστακτικά τη σκοτεινιά του προσώπου του. Φόρεσε όπως όπως ένα καρό πουκάμισο και ένα κοντό παντελόνι, άρπαξε τον Ντιέγκο αγκαλιά, και πέρασε το κατώφλι της πόρτας σφυρίζοντας το αγαπημένο του τραγούδι. “Καιρός να ξεμουδιάσουμε τα φτερά μας”, μουρμούρησε ανάμεσα στα σφυρίγματα και το πρόσωπό του φώτισε, ξαφνικά, ακόμα περισσότερο.


Ο Γιάννης Λαζαρίδης ζει και γράφει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium και συμμετέχει στην ανθολογία Μυθιστορίες Φαντασίας.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Τα κόκκινα γράμματα – Ραφαέλα Svensson

Ανάμεσα στην καταχνιά του τραγικού δάσους των σκιών, μαύρες παρουσίες έσκιζαν την ομίχλη. Τα πνεύματα του Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν για τα καθιερωμένα κόκκινα γράμματα. Κάθε ένα επέλεγε τον άνθρωπο που θα ξελόγιαζε και στη συνέχεια παρέδιδε το γράμμα του μέσω κάποιου ονείρου. Εάν ο παραλήπτης δεν κατάφερνε να φέρει εις πέρας την αποστολή του, εισερχόταν στον κόσμο των σκιών και γινόταν ένα με το δάσος.

«Agnes lofbjorn, η αποστολή σου είναι να δηλητηριάσεις τον βασιλιά. Έχεις τρεις ημέρες για να ρίξεις τη δύναμη του στέμματος στις κόρες της Εκάτης».

Τα μάτια της άνοιξαν τρομακτικά γρήγορα. Η φλόγα του κεριού άφηνε σχήματα στον τοίχο, όμοια με τα σκίτσα που συνήθιζε να σκαρώνει. Σκούρες πολύπλοκες γραμμές που μπλέκονταν η μια στην άλλη, σχήματα μυτερά και αχόρταγα, έτοιμα να κατασπαράξουν όλο το χαρτί που τους δινόταν ώστε να επιζήσουν. Έξω από την οικία ακουγόταν μονάχα ο άνεμος που έκανε τις πόρτες να τρίζουν και τα κεριά να σβήνουν, όπως οι ψυχές των κατοίκων τέτοια εποχή. Η κοπέλα έριξε μια κλεφτή ματιά στον γάτο της και έπειτα χώθηκε κάτω από τη διπλή μαυροκέντητη κουβέρτα για ακόμη λίγο ύπνο.

Το επόμενο πρωί, στην κεντρική πλατεία, βρέθηκαν δύο κεφάλια, χωρίς παραπάνω στοιχεία. Στα βρωμερά πλακάκια υπήρχε λευκή σκόνη μέσα και γύρω από τα ρούχα των νεκρών. Ο τελάλης της πόλης είχε ήδη ξεκινήσει το νεκρικό άσμα για τη μετάδοση των νέων.

Η Agnes ξύπνησε από τον εκνευριστικό ήχο, άρπαξε τον σάκο της και ξεκίνησε για το κάστρο. Πέρασε από το στενό με τα μικρομάγαζα με τις κλωστές, και έκοψε δρόμο από το δάσος που απέφευγαν όλοι. Τάχυνε το βήμα της καθώς παρατηρούσε βασανισμένες μορφές που ούρλιαζαν ικετευτικά πάνω στους ακίνητους κορμούς, λες και πρωταγωνιστούσαν σε βουβή σκηνή θεάτρου. Πατούσε τα πεσμένα κλαριά με μανία προκειμένου να βγει από το τοπίο φρίκης όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο σκοπός της ήταν ένας: να επιβιώσει.

Περπατούσε όλη μέρα. Μόλις έφτασε στην πύλη, πήρε μια βαθιά ανάσα και κάλυψε το πρόσωπό της με την κουκούλα του φορέματος. Οι φρουροί ευτυχώς δεν της έδωσαν καν σημασία αφού έπαιζαν ζάρια. Κρύφτηκε μέσα σε μια εμπορική άμαξα και έτσι τρύπωσε στα τείχη της πόλης. Αν και ένιωθε υπνωτισμένη, ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Μέσα στην τσέπη της υπήρχε το κλειδί της βασιλικής κάμαρας. Περίμενε υπομονετικά την εμφάνιση της σελήνης, την ώρα που οι υπόλοιποι του είδους της θα έπεφταν σε έναν μικρό λήθαργο. Ήταν η στιγμή να κάνει το καθήκον της. Πρώτα έβαλε φωτιά στους κύριους αχυρώνες. Φώναξε δυνατά ώστε να ξυπνήσουν όλοι και οι φρουροί να τρέξουν προς τα εκεί. Τρύπωσε στα μαγειρεία, χτύπησε με το τηγάνι μια καμαριέρα και ντύθηκε με τα ρούχα της. Άρπαξε έναν δίσκο με καυτό τσάι και ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο δωμάτιο του βασιλιά.

«Έφερα το τσάι του βασιλιά», πρόφερε με χαμηλωμένο βλέμμα στους φρουρούς, και μπήκε με επιτυχία μέσα. Έβγαλε αθόρυβα τη λεπίδα από το μανίκι της και έκοψε τον λαιμό του βασιλιά. Έβαλε το στέμμα στον σάκο της, κατέβηκε από τον κισσό του κεντρικού παραθύρου στο έδαφος και έτρεξε προς το δάσος.

Την τρίτη μέρα η Agnes ξύπνησε χωρίς τη μνήμη της. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Το σώμα της ήταν ένας μονοκόμματος κορμός.

«Agnes lofbjorn, η αποστολή σου ήταν να πας κόντρα στο όνειρό σου. Απέτυχες», είπε μια φωνή μέσα από το δάσος.


Η Ραφαέλα Svensson ζει, γράφει και ζωγραφίζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Συγγραφής Imaginarium.

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευσηΣε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Τι μας λένε;

Photo by Ashutosh Sonwani on Pexels.com

Όλες οι διαχρονικές χριστουγεννιάτικες ιστορίες που έχουν μείνει χαραγμένες στην καρδιά μας δεν είναι γραμμένες αποκλειστικά για τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα στο μυαλό του συγγραφέα, του ποιητή, του καλλιτέχνη, δεν είναι απλά μια γιορτή. Είναι ένας κήπος ανθισμένος μέσα στο παχύ χιόνι∙ ένα καταπράσινο δέντρο που δεν μαραίνεται ποτέ, σε μια απρόσιτη, κάτασπρη βουνοκορφή∙ μια ζεστή γωνιά σε ένα γυμνό, παρατημένο σπίτι∙ μια γλυκιά μελωδία στην παγερή ησυχία της μοναξιάς. Είναι η ανάγκη της φωλιάς, της εστίας, της οικογένειας, της σνθρωπινότητας.

Όλες οι γωνιές του σπιτιού φωτίζονται, να μην υπάρχει πουθενά σκοτάδι, όλες οι γωνιές στολίζονται, να μην υπάρχει πουθενά μονοτονία. Όλες οι γωνιές της ψυχής. Γιατί, τα Χριστούγεννα είναι μέσα μας.

Όλες οι ιστορίες-καθρέφτες είναι γεννημένες ως προσφορά στον άνθρωπο, ως καθήκον, από τον καλλιτέχνη. Είναι εκείνες οι συμβολικές ιστορίες που μας θυμίζουν κάτι από τη σοφία που κυνηγάμε και κάτι από την παιδική ηλικία που αφήσαμε πίσω μας. Τότε που η ζωή είχε το πραγματικό της νόημα, την αληθινή της διάσταση, εκεί όπου ο εαυτός μας ήταν καθαρός.

Τότε που είχαμε εμπιστοσύνη στην ανθρωπότητα.