Παρατηρώντας τον κόσμο συνολικά και διαχρονικά, βλέπει κανείς στην πορεία του ανθρώπου μια βόλτα γύρω από τον εαυτό του. Σαν μωρό, που δεν ξέρει τίποτα για τον κόσμο, ξεκινά στο πρωτόγονο και αρχαϊκό στάδιο του πολιτισμού του. Όταν λύνει το ζήτημα της τροφής, με την ανακάλυψη της καλλιέργειας τη γης, και διασφαλίζει την επιβίωση και διαιώνιση του είδους του, αρχίζει να κοιτάζει πιο βαθιά στην ύπαρξή του. Αρχικά, αναρωτιέται πού πηγαίνουν αυτοί που πεθαίνουν, κι έτσι επινοεί την προγονολατρεία. Έπειτα, θαυμάζει τις ικανότητες των ζώων, θεοποιεί τα δέντρα, τη φύση, επινοεί τον ανιμισμό, κι ύστερα κοιτάζει ψηλά στον ουρανό ή, πέρα, στην ανεξερεύνητη θάλασσα, επικαλείται τους θεούς και δυνάμεις τρομερές που διασφαλίζουν ή απειλούν την ύπαρξή του και την τάξη στον κόσμο.
Δημιουργεί τέχνη και κατακτά τη γνώση του κόσμου γύρω του σιγά σιγά. Ερμηνεύει, ταξινομεί, ορίζει. Οι θεοί γίνονται μύθοι, γίνονται ιστορίες παλιές, του “κάποτε”. Οι παλιές ιστορίες γίνονται σύμβολα και αρχέτυπα και φωλιάζουν μέσα του.
Κι έπειτα, συνειδητοποιεί τη δύναμή του. Ασκεί εξουσία, αποκτά υλικό πλούτο, κάνει πολιτική, διπλωματία, διεκδικεί γη, γράφει ιστορία και τη διεκδικεί. Σκοτώνει και σκοτώνεται, θυσιάζεται, μαρτυρεί για θεούς και έθνη. Πάντα αγωνίζεται για τη θέση του στον κόσμο. Και μετά, μελετά, παρατηρεί, καταγράφει, μαθαίνει, κάνει επιστήμη, διαφωτίζεται. Δημιουργεί θαυμαστά πράγματα. Γίνεται ένας μικρός θεός.
Ώσπου, βγαίνει από τον κόσμο, προς τα αστέρια. Θέλει να μάθει κι άλλα. Πόσο θαυμαστό το ταξίδι στους άλλους πλανήτες. Όμως, τι περίεργο, επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε. Σε μια μήτρα. Ένα έμβρυο, μέσα σε ένα μητροειδές διαστημόπλοιο που τον γεννά σε έναν νέο κόσμο, στο αχανές διάστημα ή σε έναν άγνωστο, ξένο πλανήτη, όπου είναι και πάλι μωρό, μικρό και απροστάτευτο. Χωρίς την τεχνογνωσία που χρειάζεται εκεί, χωρίς την οργανική δομή και τις σωματικές αντοχές που θα τον βοηθήσουν να επιβιώσει, χωρίς τροφή, χωρίς ιστορία, χωρίς θεούς, χωρίς επιστήμη… Όλα από την Αρχή.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.
Σήμερα κυριαρχεί η επιστήμη, ο οραματισμός, οι ανθρώπινες πράξεις και οι συνέπειες στο μέλλον, ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος που μας περιμένει, αλλά και δυστοπικά σενάρια που πολλές φορές εμπλέκουν το ζήτημα επιστήμη-θρησκεία και μια ενδεχόμενη σύγκρουση, ολοκληρωτικά πολιτικά καθεστώτα, κατάχρηση τεχνολογίας, απανθρωπισμό του ανθρώπου. Λογοτεχνικά βιβλία από τα οποία μπορούμε να διδαχτούμε και να μελετήσουμε βαθιά τέτοια θέματα είναι Το Ηλεκτρικό Πρόβατο Φίλιπ Ντικ, ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος του Άλντους Χάξλευ, το 1984 του Όργουελ, το Φάρεναιτ 451 του Μπράντμπερι, και πολλά άλλα έργα επιστημονικής και δυστοπικής φαντασίας. Ευτοπίες, ουτοπίες, μακάριοι τόποι, Άνθρωπος και Φύση σε αρμονική συμβίωση VS Κυριαρχία του Ανθρώπου. Μπορεί άραγε ο άνθρωπος να υπερβεί τη φύση; Και αν ναι, μπορεί να επιβιώσει; Και αν ναι σε τι κατάσταση; Προς το παρόν, υποθέσεις και σενάρια διαβάζουμε μόνο στα βιβλία και βλέπουμε στις ταινίες. Μα… προσέξτε:«Η επιστημονική φαντασία του χθες είναι η πραγματικότητα του σήμερα, όπως και η επιστημονική φαντασία του σήμερα είναι η πραγματικότητα του αύριο».
Είναι άραγε η φαντασία ο αρμός που ενώνει επιστήμη και πνευματικότητα; Ή, τουλάχιστον, αυτό που μας βοηθά να βρούμε ένα σημείο ζεύξης;
Η φαντασία δαιμονοποιήθηκε και υποβιβάστηκε ως κάτι το παιδαριώδες -ίσως και επικίνδυνο- γιατί απελευθέρωνε το ανθρώπινο πνεύμα. Γυναίκες κάηκαν στην πυρά, καλλιτέχνες εκτελέστηκαν από την Ιερά Εξέταση και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Τη φοβήθηκε και η θρησκεία, και η επιστήμη, και η πολιτική. Οι καλλιτέχνες ακόμα διώκονται. Δεν ήταν όμως «φαντασία» και «πλάσματα του φανταστικού» η επιστημονική γνώση πριν κατακτηθεί; Δεν ήταν μαγεία η τεχνολογία; Η μουσική των σφαιρών – τα nebulas – η γέννηση νέων άστρων – το μυστήριο των μαύρων τρυπών σήμερα όλα δεν θα μπορούσαν να γεννήσουν μια συμπαντική ποίηση του 21ου αιώνα που διασώζει την ομορφιά και το μυστήριο; Ο κόσμος είναι μαγικός από μόνος του. Είναι μια δημιουργία, και το κοσμικό αβγό γεννά συνεχώς νέους κόσμους, νέα ποιήματα.
Το θεώρημα της μη πληρότητας του Kurt Gödel λέει ότι «δεν μπορούμε πάντοτε να αποφανθούμε για την πληρότητα ενός συστήματος παραμένοντας αποκλειστικά στα πλαίσια του ίδιου του συστήματος, δηλαδή -εν προκειμένω- του γνωστού μας Σύμπαντος». Προσωπικές παγιωμένες απόψεις εκούσιες ή ακούσιες ακόμα, στερεότυπα, πεποιθήσεις, αντιλήψεις, ιδέες και αξίες του παρατηρητή-ερευνητή-επιστήμονα δεν γίνεται να παραγκωνιστούν και να έχουμε μια αντικειμενική παρατήρηση των πραγμάτων και, άρα, ουδέτερο πόρισμα σε οτιδήποτε. Ο Weinberg λέει: «Μελετάμε με κέντρο τους εαυτούς μας». Μα πώς μπορεί, στ’ αλήθεια, να γίνει διαφορετικά;
Η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν εξελιχθεί. Εμείς τις εξελίξαμε. Καιρός να εξελίξουμε τον εαυτό μας, τον εσωτερικό μας κόσμο, τον τρόπο σκέψης μας ώστε να επιτύχουμε ένα πνευματικό εξελικτικό βήμα για την ανθρωπότητα. Αυτό είναι το μεταίχμιο. Είναι αυτό που χρειάζεται, και αυτό που τώρα πια είναι δυνατόν να συμβεί.
Υπάρχει ένας κόσμος, μια κατάσταση ζωής, ένας άχρονος κόσμος που έχει υπάρξει, που υπάρχει, που θα υπάρξει στο μέλλον. Οι άνθρωποι είναι πιο εξελιγμένοι από τις μηχανές. Τις χρησιμοποιούν, συνεχίζουν να ερευνούν και να μαθαίνουν, όμως… είναι κάπως διαφορετικοί.
Οι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο σκέφτονται βαθιά πριν πράξουν, μπορούν και βλέπουν από ψηλά, θυμούνται τα παλιά, σέβονται τα τωρινά, νοιάζονται για τα μέλλοντα. Μιλούν αργά και ήρεμα∙ γελούν δυνατά, απολαμβάνουν τη φύση γύρω τους, είναι ευγενικοί ο ένας με τον άλλον, δίνουν περισσότερα από ό,τι παίρνουν, μοιράζονται τα πάντα –το φαγητό, τη γη, το σπίτι τους-, παρηγορούν ο ένας τον άλλον. Αγκαλιάζονται συνεχώς, σέβονται το σώμα τους. Προσέχουν την ποιότητα των λόγων τους.
Έχουν αναλύσει σχεδόν τα πάντα για τον ουρανό και το διάστημα, όμως… συνεχίζουν να κάνουν ευχές στ’ αστέρια. Ίσως αυτός ο κόσμος να είναι ήδη στα χέρια μας.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στον συγγραφέα, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.
Όλες οι διαχρονικές χριστουγεννιάτικες ιστορίες που έχουν μείνει χαραγμένες στην καρδιά μας δεν είναι γραμμένες αποκλειστικά για τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα στο μυαλό του συγγραφέα, του ποιητή, του καλλιτέχνη, δεν είναι απλά μια γιορτή. Είναι ένας κήπος ανθισμένος μέσα στο παχύ χιόνι∙ ένα καταπράσινο δέντρο που δεν μαραίνεται ποτέ, σε μια απρόσιτη, κάτασπρη βουνοκορφή∙ μια ζεστή γωνιά σε ένα γυμνό, παρατημένο σπίτι∙ μια γλυκιά μελωδία στην παγερή ησυχία της μοναξιάς. Είναι η ανάγκη της φωλιάς, της εστίας, της οικογένειας, της σνθρωπινότητας.
Όλες οι γωνιές του σπιτιού φωτίζονται, να μην υπάρχει πουθενά σκοτάδι, όλες οι γωνιές στολίζονται, να μην υπάρχει πουθενά μονοτονία. Όλες οι γωνιές της ψυχής. Γιατί, τα Χριστούγεννα είναι μέσα μας.
Όλες οι ιστορίες-καθρέφτες είναι γεννημένες ως προσφορά στον άνθρωπο, ως καθήκον, από τον καλλιτέχνη. Είναι εκείνες οι συμβολικές ιστορίες που μας θυμίζουν κάτι από τη σοφία που κυνηγάμε και κάτι από την παιδική ηλικία που αφήσαμε πίσω μας. Τότε που η ζωή είχε το πραγματικό της νόημα, την αληθινή της διάσταση, εκεί όπου ο εαυτός μας ήταν καθαρός.
Δεύτερη καραντίνα, δεν μετράμε πια μέρες, δεν έχουμε πια όρεξη να σχολιάσουμε ούτε την επικαιρότητα, ούτε τη ζωή μας, ούτε τη ρουτίνα μας -η οποία έχει αλλάξει δραματικά. Δουλεύουμε από το σπίτι, διασκεδάζουμε από το σπίτι, κάνουμε παρέα από το σπίτι, γιορτάζουμε γενέθλια, παίρνουμε μεταπτυχιακά και διδακτορικά, διδάσκουμε και διδασκόμαστε, παρακολουθούμε συνέδρια και φεστιβάλ, ομιλίες και λειτουργίες, όλα με τηλεδιάσκεψη. Συνεχίζουμε να μαθαίνουμε νέα πράγματα, είμαστε πιο ξεκούραστοι σωματικά, κοιμόμαστε λιγότερες ώρες, το σώμα λιγάκι πλαδαρεύει, δεν πηγαίνουμε πια τόσο συχνά βόλτες για περπάτημα ή τρέξιμο πληκτρολογώντας το περιβόητο “6” στο 13033.
Σε αυτή τη δεύτερη φάση μάς έχει αφομοιώσει περισσότερο το “μέσα”. Ζούμε πια τελείως σε έναν εσωτερικό κόσμο, σε έναν κόσμο μέσα στο σπίτι και μέσα στο κεφάλι μας. Το παράθυρο των παιδιών στον κόσμο είναι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Αυτό είναι το πιο ανησυχητικό. Έχει εκλείψει -προς το παρόν- η βιωματική μάθηση και η εμπειρία.
Προφανώς και ελπίζουμε πως όλο αυτό είναι προσωρινό, σύντομα θα βγει το εμβόλιο. Σκεφτόμαστε τους ανθρώπους που υποφέρουν στις εντατικές καλά και στα σπίτια -δεν είναι εύκολη η ανάρρωση από τον ιό. Έχουν πάψει και τα τελευταία σχόλια ότι “ο ιός δεν υπάρχει” κι αυτό διότι βρίσκεται πλέον -αν όχι σε κάθε σπίτι- σε κάθε πολυκατοικία. Όλοι πλέον ξέρουν κάποιον που νοσεί ή έχει νοσήσει. Τα νοσοκομεία είναι γεμάτα.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα, της πανδημίας που πλέον έχει γίνει βίωμα και έχει περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ως μια τραυματική εμπειρία για όλους μας, ποιο είναι το όφελος και η αποστολή της τέχνης;
Πολλά σενάρια επιστημονικής φαντασίας και τρόμου με θέμα τον ιό προηγήθηκαν αυτής της πανδημίας. Θεωρήθηκαν προφητικά -η πρόβλεψη βέβαια ενός τέτοιου γεγονότος έστω στη μυθοπλασία δεν προκύπτει παρά από την προσεκτική παρατήρηση του παρελθόντος και του παρόντος. Μας έδειξαν το “what if”, το “τι θα γινόταν αν”. Πριν από την πανδημία, βιβλία με τέτοια θεματολογία, είχαν αξία. Έδιναν τροφή για σκέψη. Αποτελούσαν μια έξυπνη μυθοπλασία, μια έξυπνη αμφίεση της πραγματικότητας.
Η τέχνη πρέπει να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τη ζωή.
Σήμερα, η αναφορά στον ιό έχει αξία περισσότερο σε μορφή αυτοβιογραφίας, άρθρου ή ημερολογίου. Μια καταγραφή της καθημερινότητας και των γεγονότων, όχι σε μορφή μυθοπλασίας, αλλά ρεαλισμού πλέον, που θα πληροφορήσει, θα κρατήσει την ανάμνηση.
Η φαντασία του παρελθόντος έχει γίνει πραγματικότητα (παραπομπή σε αυτό που λέω: “Η επιστημονική φαντασία του χθες είναι η πραγματικότητα του σήμερα ή “Η επιστημονική φαντασία του σήμερα είναι η πραγματικότητα του αύριο”). Δεν υπάρχει κάτι άλλο να ειπωθεί σε fiction επ’ αυτού. Εξάλλου, ποιος έχει πλέον την ψυχολογία να διαβάσει δυστοπικά σενάρια για την ήδη δυστοπική μας πραγματικότητα;
Μήπως έχει περισσότερη αξία το ένα βήμα παραπέρα; Το “μετά από όλο αυτό”; Ποιος έχει κουράγιο, πραγματικά, για περισσότερη καταστροφολογία μέσα από τη μυθοπλασία; Και ποιο είναι το ξάφνιασμα ή η χρησιμότητα εν μέσω μιας καταιγίδας να ασχολείται κάποιος με το πώς θα τον πνίξει η καταιγίδα ή να συζητάει για την καταιγίδα; Εν μέσω της καταιγίδας διοχετεύουμε κάπου αλλού το νερό ώστε να μην πνιγούμε, οχυρωνόμαστε να μείνουμε στεγνοί, αναλογιζόμαστε τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε για την επόμενη καταιγίδα που θα έρθει, οραματιζόμαστε μέρες λιακάδας, σκεφτόμαστε όλα αυτά τα πράγματα που θα κάνουμε μετά, πώς να μετατρέψουμε την καταιγίδα σε λιμνούλα, ντουζιέρα, νερό για το φαγητό, πότισμα για τον κήπο. Έτσι και η τέχνη, υπηρετεί το “μετά”, το “ένα επίπεδο ψηλότερα”, βγάζει το κεφάλι πάνω από την καταιγίδα περνώντας βέβαια από μέσα της.
Η μυθοπλασία είναι μια μεταμφιεσμένη πραγματικότητα, ναι, όμως τα ρούχα της δεν πρέπει να είναι μεταχειρισμένα.
Κάθε μετάβαση στη ζωή μας από μια κατάσταση σε μια άλλη, αποτελεί ένα τελετουργικό μετάβασης (ή αποχωρισμού). Από τα αρχαία τελετουργικά μύησης, μέχρι το πιο κοινό γεγονός σήμερα, όπως η στρατιωτική θητεία ή ο γάμος, τα τελετουργικά μετάβασης καταλαμβάνουν κάθε κίνηση στη ζωή μας και τις περισσότερες φορές πλέον τελούνται μηχανικά από εμάς τους ίδιους.
Τα τελετουργικά μετάβασης (όρος που εισήγαγε πρώτος ο Γάλλος εθνογράφος και λαογράφος Arnold van Gennep στο βιβλίο του Les Rites de Passage το 1909) είναι κάποιες ιεροτελεστίες που τελούνται για την μετάβαση ενός ατόμου από μια κατάσταση σε μια άλλη. Τέτοιες τελετουργίες για παράδειγμα σηματοδοτούν την μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, από την εφηβεία στον ανδρισμό ή στη θηλυκότητα, από την αγαμία στον γάμο και την οικογένεια, ακόμη και την μετάβαση από την παρούσα ζωή στην επόμενη.
Το πρώτο τέτοιο τελετουργικού που βιώνουμε είναι η γέννηση. Το έμβρυο αφήνει το οικείο περιβάλλον της μήτρας και μεταβαίνει, περνώντας στο δεύτερο στάδιο, στο ξένο και αφιλόξενο περιβάλλον εκτός μήτρας. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι συμβαίνει και με το θάνατο, αν δεχτούμε πρώτα φυσικά ότι υπάρχει και κάτι πέρα από τον κόσμο που γνωρίζουμε. Ο αποθνήσκων αφήνει το περιβάλλον της ζωής του και μεταβαίνει στο άγνωστο το «άλλου» κόσμου, όπου φυσικά, σύμφωνα με τις δοξασίες και τις μυριάδες θεωρίες περί τούτου, προσπαθεί να προσαρμοστεί, επανεξετάζει τα λάθη της επίγειας ζωής του και προσπαθεί να κερδίσει μια θέση στον Παράδεισο. Στο δεύτερο και ενδιάμεσο στάδιο της μετάβασης ή μύησης, το άτομο ευρισκόμενο ανάμεσα σε δύο εαυτούς, σε δύο ζωές, σε δύο πραγματικότητες, συνήθως δεν έχει ταυτότητα και διανύει μια περίοδο αναμονής για τη νέα του ζωή. Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης π.χ. το βρέφος μαθαίνει να τρώει, να μιλάει, να περπατάει και να αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του, ώστε σταδιακά να μπορέσει να ενταχθεί στην «κοινωνία» των ανθρώπων.
Τα τελετουργικά μετάβασης συνήθως χαρακτηρίζονται από τρεις φάσεις: α)τον αποχωρισμό, β)το μεταβατικό στάδιο ή στάδιο της μύησης και γ)την επανένταξη στην κοινωνία με ένα νέο πια πρόσωπο και ρόλο σε αυτήν. Κατά το πρώτο στάδιο τα άτομα συνήθως απομακρύνονται από την κοινότητα και απομονώνονται (αν όχι κάπου μακριά, τότε μέσα στο σπίτι τους) και ακολουθούν κάποια «τελετουργικά αποχωρισμού», όπως το κόψιμο των μαλλιών, κάποιες δοκιμασίες αντοχής στον πόνο για τα αγόρια, δερματοστιξία σε όλο το σώμα και γενικά πράξεις που αποκόπτουν το άτομο από τις συνήθειες του «προηγούμενου» εαυτού του. Αυτές οι πρακτικές συνήθως έχουν σκοπό την μύηση και την εκπαίδευση. Κατά την ένταξή του στη νέα πραγματικότητα το άτομο γίνεται δεκτό με εορτασμούς και τιμές αφού ακολούθησε τα έθιμα και κέρδισε τον ρόλο που του αρμόζει. Τέτοια παραδείγματα έχουμε σε φυλές της Αφρικής όπου, οι νεαροί έφηβοι, κορίτσια και αγόρια, ορισμένες φορές υφίστανται τρομερές και επίπονες διαδικασίες προκειμένου να ενταχθούν στην κοινωνία των ενηλίκων και να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια.
Τα τελετουργικά μετάβασης τελούνταν καθ’ όλη την διάρκεια της αρχαιότητας, σχεδόν από τότε που υπήρχαν άνθρωποι. Οι μεταβάσεις και οι αλλαγές στη ζωή ήταν πάντα κάτι πολύ σημαντικό. Μερικά παραδείγματα αποτελούν η περιτομή που γίνεται στα μικρά εβραιόπουλα, το Bar/Bat Mitzvah όταν τα εβραιόπουλα γίνονται 13-14 ετών, η νεκρώσιμη ακολουθία των ιουδαίων, το Genpuku, τελετή ενηλικίωσης των Samurai, τα 16 Samskaras του Ινδουϊσμού, η αναζήτηση οράματος στους Ινδιάνους της Αμερικής και άλλα πολλά τελετουργικά ανά τον κόσμο.Στις κοινωνίες των φυλών, το τι είναι ένας άντρας ή μια γυναίκα δεν καθορίζεται απ’ τη γέννησή του, αλλά από τα διάφορα τελετουργικά, όπως τελετές γονιμότητας για τακορίτσια ή δερματοστιξία για τα αγόρια κατά την ενηλικίωσή τους.
Δύο αρχαία Τελετουργικά Μετάβασης των Ιουδαίων που τελούνται μέχρι σήμερα
Περιτομή: Το τελετουργικό μύησης του αρσενικού παιδιού στη συνθήκη της περιτομής ονομάζεται από τους Ιουδαίους berit milah. Περιλαμβάνει την αφαίρεση δια χειρουργικής επέμβασης της ακροβυστίας του ανδρικού γεννητικού οργάνου και την απαγγελία προσευχών που καλωσορίζουν το βρέφος στην κοινωνία των Εβραίων μυώντας το στη διαθήκη του Αβραάμ.Λαμβάνει χώρα την όγδοη ημέρα της ζωής ενός βρέφους, μετρώντας ως πρώτη την ημέρα της γέννησής του.
Τελετουργικό: Η πνευματική μητέρα παραδίδει το παιδί στον πνευματικό του πατέρα κι εκείνος με τη σειρά του στον mohel. Καλωσορίζεται από τους παρευρισκόμενους με μια ευχή στα εβραϊκά: «Ευλογημένος να είναι αυτός που έρχεται». Ο πατέρας στη συνέχεια δηλώνει δημόσια και επίσημα το θέλημά του να περιτμηθεί ο υιός του σύμφωνα με τις θεϊκές εντολές. Ο mohel παίρνει το παιδί και το τοποθετεί στην αγκαλιά του sandaq (ο κρατών). Η χειρουργική διαδικασία περιλαμβάνει 3 στάδια: 1) το milah, αφαίρεση της ακροβυστίας, 2) το peri’ah, την αποκόλληση και αναδίπλωση του βλεννογόνου υμένα ώστε να εκτεθεί η βάλανος, 3)το metsitsah, τον καθαρισμό του αίματος από την πληγή(δια στόματος παλαιότερα και σήμερα με μια απορροφητική αντλία). Καθ’ όλη αυτή τη διαδικασία, ο sandaq κρατά ακίνητα τα πόδια του βρέφους. Έπειτα ο πατέρας του παιδιού αποδίδουν ευχές και τιμές και στη συνέχεια ευλογείται το κρασί. Δίδεται στο βρέφος λίγο απ’ το κρασί και επονομάζεται τυπικά. Το κρασί έπειτα δίδεται στους γονείς και έτσι η τελετή ολοκληρώνεται και ακολουθείται από μια μεγάλη εορτή.
Κηδεία: Στον Ιουδαϊσμό, ο ρόλος των πενθούντων και των τελετουργικών πένθους είναι σαφώς καθορισμένος. Οι πενθούντες είναι εκείνοι που έχουν την υποχρέωση να διατηρούν το τελετουργικό του πένθους και απαρτίζονται από το στενότερο συγγενικό περιβάλλον του αποθανόντα, δηλαδή τον πατέρα, τη μητέρα, την αδερφή, τον αδερφό, την κόρη, τον γιο και τους συντρόφους αυτών. Το πένθος αυτό καθαυτό είναι καθορισμένο σε τρεις φάσεις: 1)στο aninut, από τον θάνατο στην ταφή, 2) στο shiv’ah, τις επτά ημέρες μετά την ταφή και 3) στο sheloshim, στο πέρας των επτά ημερών έως την 13 ημέρα μετά την ταφή. Κάθε μια από αυτές τις φάσεις έχει τις δικές της πρακτικές και τους ανάλογους περιορισμούς. Από τον θάνατο έως την ταφή, οι πενθούντες απέχουν από κάθε ευχάριστη θρησκευτική εκδήλωση, όπως η πρωινή δοξολογία. Επίσης απαγορεύεται να τρώνε κρέας, να πίνουν κρασί, να διασκεδάζουν ή να έχουν σεξουαλικές επαφές.
Τελετουργικό: Το σώμα του αποθανόντα ετοιμάζεται για την ταφή μέσω μιας διαδικασίας πλυσίματος (tahorah, κάθαρση). Μετά από την πλύση, ο αποθανών ντύνεται με λινό σάβανο, που είναι γνωστό και ως σάκκος (takhrikhim). Αυτή η πρακτική εφαρμόζεται για να υπάρχει ισότητα φτωχών και πλουσίων, ώστε να μην προσβάλλουν τους ίδιους τους φτωχούς νεκρούς ή τους συγγενείς τους. Το σώμα έπειτα τοποθετείται σε ξύλινο φέρετρο. Μέρος του τελετουργικού πένθους είναι και η διανομή των ρούχων του νεκρού (qeriy’ah) σε φίλους και συγγενείς. Σε μερικές περιπτώσεις όταν δεν διανέμονται τα ρούχα, μοιράζονται ειδικές μαύρες ταινίες που τοποθετούνται πάνω από τα ρούχα των πενθούντων.
Την ταινία αυτή φορούν όλοι με τη σειρά, και συγχρόνως απαγγέλλεται στον καθένα τους, από τους υπόλοιπους, η ευλογία: «Ευλογημένος να είσαι, ω Κύριε και Θεέ μας, Κυβερνήτη του Σύμπαντος, Κριτή της Αλήθειας». Έπειτα, ο νεκρός μεταφέρεται στο νεκροταφείο. Το φέρετρο οδηγείται στον τάφο (keber) από τους νεκροπομπούς, που κάνουν επτά στάσεις στη διαδρομή, ψάλλοντας τον ψαλμό 91. Τοποθετούν στο έδαφος το φέρετρο και το καλύπτουν με χώμα. Μετά την ταφή(keburah) , οι παρευρισκόμενοι σχηματίζουν δύο σειρές, ανάμεσα από τις οποίες περνούν οι πενθούντες. Καθώς περνούν, οι υπόλοιποι τους εύχονται: «Είθε ο Θεός να σας παρηγορήσει μαζί με όλους τους υπόλοιπους πενθούντες της Σιών και της Ιερουσαλήμ». Το πέρας της ταφής σηματοδοτεί το τέλος της πρώτης φάσης της πένθιμης περιόδου(aninut) και την αρχή της δεύτερης (shiv’ah). Κατά την επιστροφή στο σπίτι (συνήθως στο σπίτι του αποθανόντα), οι πενθούντες ανάβουν ένα κερί, που συνεχίζει να καίει όλες τις επτά ημέρες μετά την ταφή.
Η φλόγα συμβολίζει την ανθρώπινη ψυχή. Έπειτα οι πενθούντες σερβίρουν το γεύμα της παρηγορίας (se’udat havra’ah), το οποίο προετοιμάζεται από φίλους και συγγενείς. Συνήθως περιλαμβάνει στρογγυλές τροφές, όπως αυγά, σύμβολο ζωής και ελπίδας. Κατά τη διάρκεια του shiv’ ah οι πενθούντες παραμένουν στο σπίτι και δεν ασχολούνται με δουλειές ή άλλες δραστηριότητες. Παραδοσιακά, κάθονται σε ειδικά χαμηλά καθίσματα, δεν ξυρίζονται, δεν κουρεύονται, δεν κάνουν μπάνιο και δεν ασχολούνται με οιανδήποτε ευχάριστη για τον εαυτό τους διαδικασία (εκτός κι αν συντρέχουν λόγοι υγιεινής). Δεν φορούν δερμάτινα παπούτσια και δεν έχουν καμία σεξουαλική επαφή. Όταν τελειώνει το shiv’ah και κατά τη διάρκεια της τρίτης φάσης πένθους, το sheloshim, οι πενθούντες επιστρέφουν στις δουλειές τους, αλλά συνεχίζουν να αποφεύγουν κοινωνικές συγκεντρώσεις έως και την 13η μέρα μετά την ταφή. Βλέπουμε ότι δεν είναι πολλές οι διαφορές με τις δικές μας τελετές ταφής. Τα τελετουργικά διαδίδονται από λαό σε λαό και έχουν τόσο μεγάλη δύναμη που μένουν σχεδόν αναλλοίωτα στο πέρασμα των αιώνων.
Βέβαια τα τελετουργικά μετάβασης δεν σταματούν εδώ. Τελούνται από κάθε άνθρωπο πάνω στη γη, είτε το αντιλαμβάνεται, είτε όχι. Τα τελετουργικά μετάβασης, είναι ένας τρόπος να θυμίζουν σε κάθε ανθρώπινο ον, οποιασδήποτε φυλής ή κοινωνίας, ότι χρειάζεται να ανήκει κάπου. Στην ουσία οι τελετές είναι μια έκφραση κοινωνικότητας. Είναι όμως και μια έκφραση θρησκευτικότητας επίσης. Μια έκφραση απόδειξης του τι μπορεί να κάνει κάποιος για την πίστη του. Κι όσο περισσότερα είναι διατεθειμένος να κάνει και τα κάνει, τόσο ψηλότερα ανεβαίνει στην πυραμίδα της ιεραρχίας των πιστών. Εισπράττει τον σεβασμό και τον θαυμασμό των μη μυημένων και την αποδοχή των ήδη μυημένων. Μερικά καθημερινά παραδείγματα μετάβασης είναι η βάπτιση, ο αρραβώνας, ο γάμος, η κηδεία, η αναχώρηση του νέου για να εκτίσει την στρατιωτική του θητεία, η φυλακή, το διαζύγιο, η αποφοίτηση από το σχολείο και η φοίτηση στο πανεπιστήμιο, ο θάνατος και η νεκρώσιμη ακολουθία, το στάδιο απεξάρτησης από κάθε είδους ουσία που θέλουμε να βγάλουμε από τη ζωή μας, η στιγμή που πέφτουμε για ύπνο, το ξύπνημα και το ξεκίνημα της νέας ημέρας, η παύση της εργασίας κατά τις διακοπές του καλοκαιριού, των Χριστουγέννων και του Πάσχα, οι ετοιμασίες για μια βραδινή έξοδο, η στιγμή της προσευχής και τόσα άλλα παραδείγματα που μας δείχνουν ότι τελούμε τελετουργικά μετάβασης καθημερινά και μάλιστα τριμερή, ακολουθώντας πιστά τα τρία στάδια, εντελώς μηχανικά χωρίς να αντιλαμβανόμαστε την τέλεση του τελετουργικού.
Τα τελετουργικά μετάβασης είναι τροφή για την ψυχή του ανθρώπου. Τον βοηθούν να προχωράει στη ζωή και να αφήνει πίσω του παλιές καταστάσεις. Τα γραφεία των ψυχολόγων και ψυχιάτρων ουσιαστικά έχουν γεμίσει από ανθρώπους που ζητούν βοήθεια για να μεταβούν. Να μεταβούν από μια παλιά δυσάρεστη κατάσταση σε μια νέα που θα τους κάνει να γυρίσουν σελίδα. Να αντιμετωπίσουν τον θάνατο ενός συγγενή, ή ένα τραύμα παιδικό που δεν τους αφήνει να συνεχίσουν ήρεμοι τη ζωή τους. Να απεξαρτηθούν απ’ τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ, να ξεπεράσουν έναν χωρισμό ή μια φοβία που τους στοιχειώνει. Όλα αυτά χρειάζονται κάποιες διαδικασίες αποχωρισμού, μύησης/μετάβασης και επανένταξης και ο ψυχολόγος στην ουσία τελεί καθήκοντα ενός σύγχρονου μορφωμένου τελετάρχη, ενός σαμάνου, ενός πνευματικού.
Βιβλιογραφία:
-Armstrong, A. Terry- Busby, L. Douglas-Carr, F. Cyril, A Reader’s Hebrew. -English Lexicon of the Old Testament, Zondervan Hebrew Reference Series, Zondervan Publishing House, Grand Rapids, Michigan, 1989. -Βέλλα, Μ., Βασιλείου, Εβραϊκή Αρχαιολογία, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, β’ έκδοση, Αθήνα, 1984. -Braun, Willy-McCutcheon, Russel, Εγχειρίδιο Θρησκειολογίας, Θεσσαλονίκη,2003, χρησιμοποιήθηκε το άρθρο: Grimes, L., Ronald, “Τελετουργία”. -Eliade, Mircea, Encyclopedia of Religion vol.12. -Rites of Passage from Biblical to ModernTimes, Eκδόσεις University of Washington Press. -Οι Θρησκείες του Κόσμου (συλλογικό), εκδόσεις Ουρανός, 2006, χρησιμοποιήθηκε το άρθρο: Bowie, Fiona, “Τελετουργία και Επιτέλεση”.
Ακαδημαϊκό άρθρο. Πρωτοδημοσιεύτηκε σε ένθετο του Ελεύθερου Τύπου το 2012.
Μια αναδρομή στα λόγια των κυριότερων μελετητών της θρησκείας προς διερεύνηση της φράσης του Sir Samuel Baker (1866) για τους λαούς βόρεια του Νείλου: «Δεν πιστεύουν σε κάποιο ανώτερο ον, ούτε έχουν κάποια μορφή λατρείας, ούτε φωτίζεται το σκοτάδι στο μυαλό τους από κάποια πρόληψη».
Προσηλυτισμός και αντίσταση
Οι Ευρωπαίοι εξερευνητές, οι έμποροι, οι κατακτητές και οι διοικητές των αποικιών λειτούργησαν με μια ιδεολογία εδαφικής επέκτασης και διαπολιτισμικής άρνησης που ενσωματώθηκε βαθιά στον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης και συναλλαγής με τον υπόλοιπο κόσμο. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο των αρχών του δεκάτου ενάτου αιώνα G.W.F.Hegel, όλα τα μεγάλα έθνη «αναζητούν διέξοδο προς τη θάλασσα», επειδή, «η θάλασσα παρέχει τα άμεσα για την αποικιακή δραστηριότητα –σποραδική ή συστηματική- στην οποία οδηγείται η ώριμη κοινωνία των πολιτών».
Στις αποικίες ωστόσο οι γηγενείς ανέπτυξαν ένα φάσμα στρατηγικών για την αντιμετώπιση αυτών των ευρωπαϊκών εδαφικών αξιώσεων και πολιτισμικών αναπαραστάσεων. Μια επιλογή ήταν η αντιστροφή των ξένων όρων της ευρωπαϊκής θρησκευτικής σημειολογίας. Κατά τη διάρκεια των ισπανικών κατακτήσεων του δεκάτου έκτου αιώνα στην Αμερική, για παράδειγμα, οι κατακτητές ήταν εφοδιασμένοι με ένα θεολογικό κείμενο το οποίο διαβαζόταν ενώπιον των ντόπιων, ως επισφράγιση αυτού που η ιστορικός Patricia Seed αποκάλεσε «τελετουργία κατοχής» που πιστοποιούσε τις ισπανικές αξιώσεις στα νέα εδάφη. Απέναντι σε αυτό το αποικιοκρατικό τελεσίγραφο, οι ιθαγενείς μπορούσαν είτε να υποταγούν, είτε να αντισταθούν. Βρήκαν όμως επίσης τρόπους να επαναπροσδιορίσουν και να αντιστρέψουν τη σειρά των αναφορών που συνέδεαν το Νέο Κόσμο με τον Παλαιό. Μια άλλη επιλογή ήταν επίσης η ανασκευή των γνωστών όρων της γηγενούς θρησκευτικής σημειολογίας. Στην Αφρική για παράδειγμα, οι γηγενείς μύθοι της θάλασσας και της ξηράς μετασχηματίστηκαν ώστε να εξηγήσουν τις εισβολές των ξένων και τις βιαιότητες της αποικιοκρατίας.
Κάτω από τον αντίκτυπο της βρετανικής αποικιοκρατίας στη Νότια Αφρική του δεκάτου ενάτου αιώνα, οι μύθοι της θάλασσας ανασκευάστηκαν για να ερμηνεύσουν τις στρατιωτικές εισβολές, την αρπαγή των εδαφών και τις νέες εξουσιαστικές σχέσεις.[1]
Aποικιακή συγκριτική θρησκειολογία
Ως μια μελέτη της θρησκευτικής διαφθοράς, η μελέτη της θρησκείας έχει τις ιστορικές της ρίζες όχι μόνο στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, αλλά και σε αυτή τη μακροχρόνια ιστορία της αποικιοκρατίας. Στις αποικιακές κτήσεις, οι Ευρωπαίοι Εξερευνητές, οι ταξιδιώτες, οι ιεραπόστολοι, οι άποικοι και οι αποικιακοί διοικητικές κατέγραψαν τα συμπεράσματά τους για τις γηγενείς θρησκείες ανά τον κόσμο. Με αξιοσημείωτη συνέπεια, σε μια περίοδο πέντε αιώνων, αυτοί οι Ευρωπαίοι παρατηρητές ανέφεραν ότι είχαν βρει λαούς στην Αμερική, την Αφρική και τα νησιά του Ειρηνικού οι οποίοι στερούνταν οποιουδήποτε ίχνους θρησκείας. Στην αρχή του δεκάτου έκτου αιώνα, ο εξερευνητής Americo Vespucci παρατήρησε ότι οι ιθαγενείς της Καραϊβικής δεν είχαν «καμία θρησκεία».
Τον δέκατο έβδομο αιώνα ο ταξιδιώτης Jacques le Maire, υποστήριξε μεταξύ των κατοίκων των νησιών του Ειρηνικού δεν υπήρχε «το ελάχιστο ίχνος θρησκείας». Στο πλαίσιο της επέκτασης των εμπορικών σχέσεων στη Δυτική Αφρική του δεκάτου ογδόου αιώνα ο έμπορος William Smith ανέφερε ότι τους Αφρικανούς «Δεν τους απασχολεί καμία θρησκεία απολύτως». Στον δέκατο ένατο αιώνα, οι Ευρωπαίοι παρατηρητές επέμεναν ακόμα να υποστηρίζουν ότι οι ιθαγενείς της Αυστραλίας δεν είχαν «καμία απολύτως θρησκεία ή θρησκευτικό στοιχείο, που να τους διαχωρίζει από τα κτήνη». Θα μπορούσαν να αναφερθούν σχεδόν απεριόριστα παραδείγματα. Καθώς αυτή η παγκόσμια λιτανεία της άρνησης συσσωρευόταν δημιούργησε πολλαπλά επίπεδα στρατηγικής σημασίας στις ευρωπαϊκές αποικιακές συναντήσεις με τους γηγενείς λαούς. Επειδή στερούνταν υποθετικά ένα τέτοιο καθοριστικό χαρακτηριστικό ης ανθρώπινης φύσης όπως η θρησκείας, οι ιθαγενείς δεν είχαν κανένα από τα ανθρώπινα δικαιώματα της ζωής, του εδάφους, του ζωικού κεφαλαίου ή του ελέγχου της εργασίας τους, που θα έπρεπε να γίνουν σεβαστά από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες. Από αυτή την άποψη, η άρνηση της ύπαρξης οποιασδήποτε γηγενούς θρησκείας –αυτή η ανακάλυψη της απουσίας- ενίσχυσε τα αποικιακά προγράμματα της κατάκτησης, της κυριαρχίας και της αρπαγής.
Προφανώς η ανακάλυψη της «απουσίας» της θρησκείας υποδείκνυε ότοι οι Ευρωπαίοι σχολιαστές των αποικιών λειτουργούσαν με βάση έναν ορισμό της θρησκείας που διαμορφώθηκε βέβαια από τις χριστιανικές αντιλήψεις για το τι θεωρούνταν ως θρησκεία. Ωστόσο, αυτή η άρνηση έδειχνε ότι ο όρος «θρησκεία» χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας πολεμικής. Ο λατινικός όρος για τη θρησκεία (religio) ήταν πάντοτε ένα όρος που αποκτούσε το νόημά του σε σχέση με το αντίθετό του, τη δεισιδαιμονία (superstitio). Όπως παρατηρεί και ο γλωσσολόγος Eile Benveniste, «η έννοια της θρησκείας απαιτεί εξ’ αντιδιαστολής, εκείνη της δεισιδαιμονίας». Στα αμφισβητούμενα αποικιακά σύνορα, εντούτοις, η εννοιολογική αντίθεση μεταξύ της θρησκείας και της δεισιδαιμονίας επεκτάθηκε συχνά ως στρατηγική άρνηση των δικαιωμάτων των ιθαγενών στο έδαφος, το ζωικό κεφάλαιο ή την εργασία.
Στο Ανατολικό Ακρωτήρι της Νότιας Αφρικής, παραδείγματος χάριν, κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα, οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες, οι ιεραπόστολοι, οι άποικοι και οι διοικητές που προσπαθούσαν να εδραιώσουν το βρετανικό στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής αρνούνταν πεισματικά να αναγνωρίσουν τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των ιθαγενών Xhosa ως «θρησκευτικές». Ισχυρίζονταν ότι οι Xhosa ήταν βυθισμένοι στη δεισιδαιμονία. Ο ταξιδιώτης Henry Lichtenstein , παραδείγματος χάριν, ανέφερε ότι «η δεισιδαιμονία των Xhosa, η πίστη τους στη μαγεία ή στη μαγγανεία, στους οιωνούς και τις προφητείες, είναι ανάλογη με την ανυπαρξία των θρησκευτικών συναισθημάτων τους». ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις ευρωπαϊκές αντιλήψεις για τη θρησκευτική διαφορά στις ανοικτές συνοριακές ζώνες, αυτή η αντίθεση μεταξύ θρησκείας και δεισιδαιμονίας εξυπηρέτησαν το αποικιακό πρόγραμμα με την παρουσίαση των ιθαγενών σαν να ζούσαν σε ένα διαφορετικό κόσμο.
Πώς οδηγήθηκαν οι Ευρωπαίοι παρατηρητές από την άρνηση προς την ανακάλυψη των θρησκειών των ιθαγενών στις αποικίες; Μολονότι αυτό το ερώτημα θα πρέπει να εξετασθεί με λεπτομερή προσοχή στους ιστορικούς όρους στις συγκεκριμένες περιοχές, μια γενική απάντηση μπορεί να προταθεί από την εμπειρία των Xhosa στο Ανατολικό Ακρωτήρι της Νότιας Αφρικής. Σύμφωνα με τις αναφορές όλων των Ευρωπαίων σχολιαστών, οι Xhosa στερούνταν κάθε ίχνους θρησκείας μέχρι το 1858, όταν υπήχθησαν κάτω από ένα αποικιακό διοικητικό σύστημα που είχε σχεδιαστεί από τον κυβερνήτη Sir George Grey, για τον στρατιωτικό περιορισμό, την επιτήρηση και τη φορολογία των ιθαγενών στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, ο Sir George Grey ήταν επαγγελματίας αποικιακός διοικητής και παράλληλα ερασιτέχνης μελετητής της θρησκείας.
Ήταν το νέο πλαίσιο του αποικιακού περιορισμού, εντούτοις, αυτό που ώθησε τον διοικητή J.C.Warner να χρησιμοποιήσει πρώτος τον όρο «θρησκεία» για τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των Xhosa. Επιμένοντας ότι οι Xhosa είχαν ένα θρησκευτικό σύστημα, ο Warner επεξεργάστηκε ένα είδος πρωτο-λειτουργιστικής ανάλυσης, υποστηρίζοντας ότι η θρησκεία των Xhosa θα εξαλειφόταν τελικά μέσω της στρατιωτικής κατάκτησης και του χριστιανικού προσηλυτισμού, υποστήριζε ότι εν τω μεταξύ το θρησκευτικό τους σύστημα θα μπορούσε να λειτουργήσει κατασταλτικά, όπως ακριβώς το αποικιακό διοικητικό σύστημα.
Σε όλη τη Νότια Αφρική, η ευρωπαϊκή «ανακάλυψη» των γηγενών θρησκειών μπορεί να συσχετιστεί με τον αποικιακό περιορισμό των ιθαγενών. Ενώ η «ανακάλυψη» ενός θρησκευτικού συστήματος των Ζουλού ακολούθησε την επιβολή του αποικιακού συστήματος στο Natal κατά τη δεκαετία 1840, η αναγνώριση ενός θρησκευτικού συστήματος για τους Sotho και τους Tswana καθυστέρησε έως ότου επιβλήθηκε το αποικιακό σύστημα μετ’α την κατάλυση του τελευταίου ανεξάρτητου αφρικανικού πολιτεύματος τη δεκαετία του 1890. Από εκείνο το σημείο, ωστόσο, όταν οι αποικιακοί διοικητές πίστεψαν ότι όλοι οι Αφρικανοί στην περιοχή είχαν συμπεριληφθεί στο αποικιακό σύστημα, οι Ευρωπαίοι σχολιαστές διαπίστωσαν ότι κάθε Αφρικανός στη Νότια Αφρική ανήκε στην ίδια θρησκεία, τη «Bantu». Τα στοιχεία από τη Νότια Αφρική, επομένως δείχνουν ότι η «ανακάλυψη» των γηγενών θρησκειών στις αποικίες δεν αποτελούσε απαραίτητα μια σημαντική ανακάλυψη για την ανθρώπινη γνώση. Ως απόρροια της επιβολής ενός αποικιακού διοικητικού συστήματος, η ανακάλυψη ενός γηγενούς θρησκευτικού συστήματος συνδέθηκε με τον αποικιακό περιορισμό των γηγενών πληθυσμών.[2]
Καταγωγή των λαών και μεταναστεύσεις
Στη Νότια Αφρική, οι Ευρωπαίοι σχολιαστές εντόπισαν επίσης τη γενεαλογία των ιθαγενών στην Αρχαία Εγγύς Ανατολή. Απηχώντας τα προγενέστερα συμπεράσματα του Γερμανού επισκέπτη Peter Kol, που υποστήριξε ότι στις αρχές του δεκάτου ογδόου αιώνας ότι το θρησκευτικό σύστημα των Khoikhoi ή «Hottentot», των κατακτημένων ιθαγενών του Ακρωτηρίου αναγόταν στον Ιουδαϊσμό του αρχαίου Ισραήλ, οι Ευρωπαίοι σχολιαστές του δεκάτου ενάτου αιώνα υποστήριξαν ότι όλοι οι Αφρικανοί της Νότιας Αφρικής προήλθαν από το Βορρά. Οι Xhosa ήταν αρχαίοι Άραβες, οι Ζουλού αρχαίοι Εβραίοι και οι Sotho Tswana αρχαίοι Αιγύπτιοι.
Εκτός από τη μετάθεση των θρησκευτικών διαφορών της αρχαίας Εγγύς Ανατολής στο νοτιοαφρικανικό τοπίο, αντικειμενοποιώντας με αυτό τον τρόπο τις εθνικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές που είχαν διαμορφωθεί από την αποικιοκρατία, αυτή η φανταστική γενεαλογία υπονοούσε επίσης ότι οι γηγενείς Αφρικανοί δεν ήταν πραγματικά γηγενείς στη Νότια Αφρική, επειδή προέρχονταν αρχικά από την Εγγύς Ανατολή. Παρομοίως, μια βρετανική αποικιακή συγκριτική μελέτη των θρησκειών που ανήγε τον Ινδουισμό στις μεταναστεύσεις των αρχαίων ινδοευρωπαίων που ξεκίνησαν από τη Σιβηρία ή την Περσία θα μπορούσε να λειτουργήσει όχι μόνο ως ιστορική ανασκευή, αλλά και ως μια στρατηγική μετατόπισης.
Ακολουθώντας αυτή την αντιφατική διπλή τακτική του δομικού περιορισμού και της ιστορικής μετατόπισης, η αποικιακή συγκριτική θρησκειολογία λειτούργησε σε όλο τον κόσμο για να αρνηθεί, να ανακαλύψει, να εντοπίσει και να μετατοπίσει τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των αποικισμένων λαών.[3]
Συμπεράσματα
1. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, ότι ο συγκεκριμένος εξερευνητής, ο Samual Baker, δεν κατανόησε τη μορφή της θρησκείας αυτών των λαών, ούτε καν την εντόπισε, επηρεασμένος προφανώς από τη δική του αντίληψη περί της μορφής της θρησκείας. Έτσι, συμπέρανε ότι δεν υπήρχε ίχνος θρησκευτικότητας σε αυτούς τους λαούς. 2. Από την άλλη, ίσως αυτοί οι λαοί, λόγω της αποικιακής περιόδου, να βρίσκονταν σε ένα στάδιο σύγχυσης. Μόλις είχαν αποβάλει την δική του παλιά θρησκεία και ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τη νέα θρησκεία των αποίκων. Σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, τα σημάδια της επερχόμενης θρησκείας ήταν προφανώς πολύ αχνά για να εντοπιστούν. 3. Το στάδιο αυτό της μετάβασης από το ένα θρησκευτικό σύστημα στο άλλο και ακόμα περισσότερο το στάδιο της εκρίζωσης της παλιάς «ασφαλούς» θρησκείας αυτών των «αγρίων» λαών, θα πρέπει να ήταν πολύ επώδυνο για αυτούς. Θα πρέπει να βρίσκονταν σε μια κατάσταση πνευματικού μετεωρισμού και διλλήματος για το ποια ήταν τελικά η αληθινή θρησκεία. Η παλιά ή η νέα;
Σχετικά με αυτό ο Frantz Fanon (σ.667)παρατηρεί ότι «η αποικιοκρατία δεν αρκείται απλώς στο να υποτάσσει τους ανθρώπους και να αδειάζει το μυαλό των ντόπιων από κάθε μορφή και περιεχόμενο. Με ένα είδος διεστραμμένης λογικής, στρέφεται προς το παρελθόν των καταπιεσμένων ανθρώπων και το διαστρεβλώνει, το παραμορφώνει και το καταστρέφει».
H Άνω (Παλαιά) Σκοτίνα βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά του Ολύμπου, σε υψόμετρο 900 μέτρων περίπου. Η δημιουργία του οικισμού τοποθετείται χρονικά γύρω στον 16ο αιώνα.
Η πλατεία και ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Εκεί ψηλά, φαινόταν μόνο το πέπλο των λευκών νεφών να σκεπάζει ό,τι υπήρχε από κάτω. Πάνω απ’ την πραγματικότητα, πάνω απ’ τον πολιτισμό, έμεινε το αυθεντικό, το ονειρικό. Η φύση είχε ντυθεί τα ομορφότερα πρωτανοιξιάτικα χρώματα και ο ήλιος έγλυφε απαλά τις επιφάνειες των υγρών δέντρων. Ελεύθερα άλογα βοσκούσαν εδώ κι εκεί, μικρά φίδια λιάζονταν πάνω στις πέτρες, ενώ όμορφες χελώνες περπατούσαν βαριεστημένα στα στενά μονοπάτια.
Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Στη μέση της πλατείας, η οικεία εικόνα του αιωνόβιου πλατάνου με την τεράστια κουφάλα και την πηγή στις ρίζες του να αναβλύζει κρυστάλλινο το νερό του Ολύμπου. Δίπλα, ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κτισμένος το 1862 όπως μαρτυρεί μια ξύλινη επιγραφή στην κορυφή του. Η εκκλησία περιτριγυριζόταν από έναν διάδρομο με μικροσκοπικά παράθυρα και μια μικρή πορτούλα. Έτσι έχτιζαν τότε τις εκκλησίες έτσι ώστε «να μη μπορεί να μπει μέσα ο αλλόθρησκος εχθρός με το άλογο για να τη βεβηλώσει». Στο χωριό δεν υπήρχε ρεύμα κι έτσι και η εκκλησία φωτιζόταν μόνο από τα κεριά της. Αυτό ήταν, όλο κι όλο, το χωριό. Η εκκλησία, ο πλάτανος με τη βρύση, ένας ξενώνας, ένα καταφύγιο, δύο αρχοντικά και κάποια σπίτια, τα περισσότερα ερειπωμένα, εδώ κι εκεί. Πέρα απ’ την πλατεία το μάτι πετούσε πάνω απ’ τα σύννεφα και στις βαθιές ρεματιές με το πλούσιο πράσινο. Μια υπερβατική, στ’ αλήθεια, ομορφιά έντυνε το ξεχασμένο εκείνο μέρος.
Η μεγάλη σαν δωμάτιο κουφάλα του πλατάνου
Ήπια παγωμένο νερό από τη βρύση και κατευθύνθηκα στον παραδοσιακό ξενώνα του χωριού για καφέ και ανάπαυση από το ταξίδι.
Οι δύο υπάλληλοι, διψασμένοι για παρέα και συζήτηση, φιλόξενοι, με πλησίασαν διακριτικά. Μετά τις συστάσεις και τα τυπικά, η συζήτηση σιγά σιγά οδηγήθηκε σε θρύλους και μυστικά του ξεχασμένου εκείνου τόπου.
Τα στοιχειό του νεκροταφείου
Ο Φ. επέμενε να μου διηγηθεί μια προσωπική του εμπειρία με ένα στοιχειό που φαίνεται να είναι ο προστάτης του παλιού νεκροταφείου που βρίσκεται έξω από την παράξενη εκκλησία του Αγ. Αθανασίου -στην οποία αναφέρομαι παρακάτω:
«Ένα βράδυ περπατούσα το μονοπάτι που περνά έξω από τη μικρή την εκκλησία. Ένιωθα πολύ παράξενα, σαν κάποιος να με ακολουθούσε. Όπως λοιπόν περνούσα από το μέρος που παλιά βρισκόταν το νεκροταφείο μου φάνηκε ότι είδα κάτι άσπρο σαν σεντόνι ανάμεσα στα δέντρα. Πηγαίνω πιο κοντά και βγαίνει μέσα από τα δέντρα ένα άσπρο σκυλί! Όχι, όχι ακόμη και σήμερα λέω ότι δεν ήταν σκυλί… Αυτό ήταν σαν… σαν δαίμονας! Ξέρω ‘γω; Ήταν άσπρο αλλά θαρρείς διάφανο και μια χανόταν και μια φαινόταν. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και ερχόταν προς το μέρος μου και με κοιτούσε μέσα στα μάτια. Για πολλή ώρα είχα κοκαλώσει και δε μπορούσα να κουνηθώ. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα, αλλά δε μπορούσα να κλάψω. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και νόμισα ότι θα πάθαινα έμφραγμα. Ξαφνικά πήδηξα από τη θέση μου και άρχισα να τρέχω τόσο γρήγορα, που σε λίγα δευτερόλεπτα ήμουν πίσω στον ξενώνα. Έκανα πολύ καιρό να το χωνέψω και κανείς δε με πίστευε. Πάντως από τότε δεν έχω περάσει ούτε μια φορά το βράδυ από ‘κει.»
Οι τοιχογραφίες στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου
Ακολουθώντας κι εγώ αργότερα το μονοπάτι όπου περπάτησε εκείνο το βράδυ ο Φ., προσπάθησα να προσεγγίσω την εκκλησία του Αγ. Αθανασίου που έμαθα ότι ήταν παμπάλαια κι έστεκε κρυμμένη κάπου μέσα στο δάσος. Μα δυστυχώς δεν μπορούσα να τη βρω.
Μετά από πολλή ώρα περπάτημα, ψάχνοντας για το παλιό νεκροταφείο που θα μου έδινε το σημάδι για το πού βρισκόταν η εκκλησία, απογοητευμένη, αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Όπως περπατούσα στο γυρισμό, πρόσεξα ξανά τα λιγοστά κτίσματα και τις στάνες που έστεκαν δεξιά κι αριστερά του δρόμου, αλλά κανένα δεν έμοιαζε με εκκλησία. Εκεί, μέσα στην ησυχία του δάσους, άρχισαν ξαφνικά τριγύρω μου να κουνιούνται τα κλαδιά και ο τόπος σκοτείνιασε από ένα μεγάλο σύννεφο που έκρυψε απειλητικά τον ήλιο. Ξαφνικά εκεί ανάμεσα στα δέντρα διέκρινα χαμηλά έναν γερμένο σιδερένιο σταυρό. Έστεκε εκεί, αριστερά του μονοπατιού, μόνη και ξεχασμένη. Χαμηλή, πετρόχτιστη, μισοθαμμένη στη γη από τα τόσα χρόνια που πέρασαν από την ανέγερσή της (από τον 16ο αιώνα -αν και υπάρχουν αναφορές για 14ο), ξεχώριζε μόνο η ταλαιπωρημένη της στέγη. Κοίταξα τον περιβάλλοντα χώρο, αλλά το νεκροταφείο δεν φαινόταν πουθενά. Κατάλαβα ότι στεκόμουν πάνω του.
Μια μικρή πορτούλα με χώριζε από την ποθητή είσοδο. Οι μέλισσες ήταν οι μόνες που έδιναν ζωή στο μέρος. Μια κυψέλη, προστάτευε την είσοδο από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Έπιασα ένα ξύλο και μπήκα μέσα. Όλα ήταν θεοσκότεινα. Δεν είχα φακό, κι έξω ο τόπος είχε σκοτεινιάσει επικίνδυνα. Είχα μόνον ένα αναπτήρα μαζί μου. Με τη φλόγα του αναπτήρα άρχισα να κάνω μικρά βήματα ελέγχοντας με το ξύλο πριν πατήσω οπουδήποτε. Κατάλαβα ότι βρισκόμουν στον νάρθηκα (χώρος πριν τον κυρίως ναό).
Το σκοτάδι ήταν πυκνό, ενώ το κρύο και υγρασία μου δημιουργούσαν την αίσθηση ότι βρισκόμουν σε σπήλαιο. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν ζεστή ή τουλάχιστον δεν υπήρχε η αίσθηση εκείνη της πραότητας και ηρεμίας που εκπέμπει ένας ιερός ναός.
Έπιασα τη φωτογραφική μηχανή. Ήταν ο μόνος τρόπος, με τη βοήθεια του φλας, να δω τι υπήρχε τριγύρω μου καθαρά. Στρέφοντας τον φακό στον τοίχο, έβγαλα την πρώτη φωτογραφία. Έμεινα παγωμένη να κοιτάζω αυτό που απεικονιζόταν. Το σώμα μου είχε μουδιάσει από την έξαψη και τον φόβο. Η τοιχογραφία που εμφανίστηκε μπροστά μου απεικόνιζε τον διάβολο να κάθεται σε θρόνο και να κρατά στην αγκαλιά του τον μικρό Αντίχριστο δείχνοντάς του με το δάχτυλο πώς βασανίζονται οι αμαρτωλοί στην κόλαση.
Άναψα πάλι τον αναπτήρα και πλησίασα να δω από κοντά όλη την παράσταση προσεκτικά. Ένα τεράστιο δέντρο χώριζε τον παράδεισο και την κόλαση. Στο πάνω μέρος αυτό του παραδείσου, διακρίνονταν -μεταξύ άλλων- άγιοι και άγγελοι, κρατώντας δόρατα σε στάση επίθεσης εναντίον των «κάτω» της κόλασης. Ήταν έτοιμοι να καρφώσουν με τα δόρατά τους, τους δαίμονες στην πρώτη σειρά εικονογράφησης της κόλασης.
Οι δαίμονες ήταν κατάμαυροι, με γαμψά νύχια, καμπουριασμένοι και κουβαλούσαν στην πλάτη τους βιβλία (που όπως ερμηνεύω συμβολίζουν τις αμαρτίες που γράφονται στα βιβλία των δαιμόνων κι έτσι αποφασίζεται ποιους θα πάρουν μαζί τους στα αιώνια βασανιστήρια). Παραταγμένοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλο φαίνονταν να επιδίδονται σε ένα τελετουργικό και χαιρέκακο χορό, κοροϊδεύοντας τη γαλήνη του παραδείσου. Κάτω απ’ αυτή τη σειρά δαιμόνων ήταν μερικοί άλλοι οι οποίοι ανακάτευαν το καζάνι της κόλασης και κάτω απ’ αυτούς…τι φριχτό. Είδα κάτι που νομίζω ότι δεν υπάρχει σε άλλη εκκλησία ή τουλάχιστον δεν έχω δει εγώ.
Άνθρωποι γυμνοί να βασανίζονται με φριχτά βασανιστήρια. Κάθε αμαρτωλός, βασανιζόταν με την ανάλογη τιμωρία.
Μην μπορώντας να ξεκολλήσω από το θέαμα, συνέχισα να βγάζω φωτογραφίες εκστασιασμένη. Παραδίπλα, η εικόνα του Χριστού φανερά βεβηλωμένη, ήταν καρφωμένη στα μάτια και στο στόμα, όπως συνηθιζόταν να γίνεται από τους αλλόθρησκους.
Προχώρησα από μια είσοδο στον κυρίως ναό. Εκεί έμπαιναν λίγες ακτίνες φωτός εδώ κι εκεί από τα παράθυρα μα και πάλι δεν μπορούσα να διακρίνω σχεδόν τίποτα. Περπάτησα προς το ιερό ανάμεσα από σκόρπιες καρέκλες πεταμένες στο πάτωμα. Διέκρινα στο ημίφως τα μανουάλια με την άμμο και τα ξεχασμένα, μισοκαμμένα κεριά. Αμέσως τα άναψα όλα. Ένα αλλόκοσμο, θεϊκό φως ζέστανε τη σκοτεινή εκκλησία. Μια αίσθηση υπερβατικού και θείου που ήρθε να διώξει το κακό, απλώθηκε γλυκά.
Η παλιά, πέτρινη αγία Τράπεζα
Το πανέμορφο, ξυλόγλυπτο τέμπλο μπροστά μου επιβλητικό, ένα μυστήριο κομψοτέχνημα που μπορούσα να το χαζεύω για ώρες. Η κατεστραμμένη, τεράστια τοιχογραφία της Παναγίας πάνω από το ιερό, είχε πέσει η μισή στο πάτωμα, ενώ η πέτρινη αγία Τράπεζα με ταξίδεψε στα χρόνια του Βυζαντίου.
Έσβησα τα κεριά και βγήκα έξω στο φως. Είχε ξαναβγεί ο ήλιος. Με μισόκλειστα βλέφαρα ήταν σαν να είχα βγει από κάποιο λήθαργο. Μεθυσμένη από την έξαψη της ανακάλυψης, κοίταξα την παλιά εκκλησία άλλη μια φορά. Λίγες φορές ζει κανείς τέτοιες στιγμές.
Οι τοιχογραφίες είναι πιθανόν δημιούργημα σχετικά πρόσφατο ή τουλάχιστον όχι του 16ου αιώνα. Η γραφή αλλά και οι παραστάσεις δεν ταιριάζουν με το στυλ αγιογραφίας που παρατηρείται στην υπόλοιπη εκκλησία. Μιλώντας με ειδικούς κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι τοιχογραφίες είναι έργο κάποιου ζωγράφου του 19ου-20ού αιώνα, που δεν ακολουθεί τις μεγάλες σχολές, ενώ κάποιες γραφές στις εικόνες των βασανιστηρίων ξενίζουν στην τεχνοτροπία τους και αποτελούν καθαρά ξένες προσθήκες.
Στης Σαμοθράκης τις ακτές, / φυσά ένας τρομερός αέρας∙ / γέμισε ο τόπος μυρωδιές, / ταράζονται οι φυλλωσιές /και άλλαξε η ροή της μέρας. Σαν μυστικά από αλλού / ψιθύρισε η θάλασσά της / και σαν τα κύματα βροντούν, / πάνω στα βότσαλα ηχούν, / αρχαίοι ύμνοι στα ρηχά της. Καβείρων θρύλοι χάνονται / στα άδυτα των φαραγγιών της / και στα ψηλά των ποταμών, / ΄λαφροπατημασιές χορών, / των Νηρηίδων, των παιδιών της. Ποια δάση, ποιες βουνοκορφές / περπάτησαν οι μυημένοι. / Σε ποιους βωμούς, σε ποια ιερά / θυσίασαν εκστατικά / σ’ αυτή τη γη τη μαγεμένη. Ποιοι δαίμονες και ποιοι θεοί / την έσπειραν με αγιοσύνη. / Αχ δε χωρούν εδώ θνητοί, /αμύητοι, περαστικοί, / που της ταράζουν τη γαλήνη.
Το καράβι πλησίαζε στο λιμάνι ενός επιβλητικού βουνού στη μέση της θάλασσας. Το τρομερό όρος Σάος ορθωνόταν προκλητικά κι ένιωσα ένα αεράκι να μου μεταφέρει τους ψιθύρους του. «Εξερεύνησέ με». Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που είχα μπροστά μου τη Σαμοθράκη.
Ψάχνοντας να καλύψω ένα ενδιαφέρον θέμα αφού σχεδόν όλα είχαν ήδη ειπωθεί για τη Σαμοθράκη, αγόρασα ένα βιβλίο με παραδόσεις κι έθιμα του νησιού. Το επόμενο πρωί. δεν είχα ανοίξει ακόμα το βιβλίο, μετά το πρωινό στο κάμπινγκ, είδα σε μια κολώνα του δρόμου μια αφίσα με ένα αυτοσχέδιο σκίτσο, ένα σχεδιάγραμμα που υποδείκνυε πώς μπορεί να φτάσει κανείς σ’ ένα σπίτι επάνω στη πανέμορφη Χώρα το οποίο σε προκαλούσε για ένα «ταξίδι στον χρόνο» όπως έγραφε. Παραξενεύτηκα αρκετά και μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το προγραμμάτισα για το επόμενο πρωί. Το απόγευμα, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, με μεγάλη χαρά ανακάλυψα την τεράστια σύμπτωση η συγγραφέας του βιβλίου που είχα αγοράσει, να είναι η ιδιοκτήτρια εκείνου του σπιτιού πάνω στη Χώρα.
Στο σπίτι-μουσείο
Το σπίτι, ξεχασμένο απ’ τον χρόνο, πέτρινο, γεμάτο αναμνήσεις, παλιά σκεύη, φωτογραφίες, έπιπλα. Όλο με αγάπη φτιαγμένο από την ιδιοκτήτρια του, τη Σαμοθρακίτισσα κ. Μαρία Βερβέρη-Krause, ξενιτεμένη χρόνια στη Γερμανία. Η κ. Μαρία μού εξήγησε πως ερχόταν στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι για να στήσει το προσωπικό της μουσείο, μεταφέροντας όλα εκείνα τα πράγματα κάθε χρόνο από την Αλεξανδρούπολη -όπου κατοικούσε η μητέρα της- στη Σαμοθράκη. Στα τέλη του καλοκαιριού, τα μάζευε πάλι όλα και τα πήγαινε πίσω στην Αλεξανδρούπολη. Έτσι, εκτελώντας ένα χρέος προς τον τόπο της, όπως ένιωθε, είχε φτιάξει ένα μικρό λαογραφικό κινητό μουσείο.
Ξεκίνησε την ξενάγηση στο μαγικό αυτό σπιτάκι ανεβάζοντάς με στον επάνω όροφο. Εκεί, άρχισε να μου τραγουδά ένα νανούρισμα που έλεγαν οι μανάδες στα παιδιά τους για να ηρεμήσουν και να κοιμηθούν, ενώ παράλληλα περιέγραφε τα λόγια με κινήσεις του σώματος και βλέμμα χαμένο στα παλιά. «Σουπάτι, σουπάτι κι’ αρχόντιν βιρβιλούδις στου Δισπότ’ τη βρύση, λούζουντι χτινίζουντι κι στραβουφακουλίζουντι. Κι ακουνούνι τις μαχαίριες για να σφάξουν τις μητέρες. Κι ακουνούνι τα σπαθιά για να σφάξουν τα παιδιά!» Και συνεχίζει στο βιβλίο της: «Αυτό βέβαια δεν ήταν νανούρισμα, αλλά φοβέρα. Μ’ καλά καταλαγιάζαν τα φνούδια να κμηθούν; Δε καταλαγιάζαν, γιάκου οι μάνις τα φουουφίζαν. Μάαβιιζι του μάτι τα απ’ ντ’ ακατακαθσιά» (Δεν ησύχαζαν τα ζωηρά παιδιά να κοιμηθούν, γι’ αυτό οι μητέρες τα φοβέριζαν. Απελπίζονταν απ’ τη ζωηράδα τους)». Σύμφωνα με το τραγούδι, οι βερβελούδες ήταν γυναίκες, κάτι σαν νεράιδες, που έρχονταν από μακριά. Στραβοφακολίζονται, περιποιούνται το κεφάλι τους, φορούν φακιόλι (μαντήλα), άρα είναι μεγάλης ηλικίας.
Τοπονύμια
«Σε εκείνον τον βράχο εκεί ψηλά που βλέπεις, είναι της Αλεπούς τα Πηγάδια. Όταν ήμασταν παιδιά μάς λέγανε ότι έρχεται η αλεπού, πίνει νερό, και μετά κάθεται στο καφενείο της και πίνει καφέ. Εμείς όλο πηγαίναμε να τη βρούμε, αλλά αλεπού δεν βλέπαμε. Τώρα πια δεν υπάρχει μονοπάτι για να πας», μου είπε η κ. Μαρία γελώντας. Επίσης μου διηγήθηκε δυο ιστορίες, απ’ τις οποίες πηγάζουν τα τοπωνύμια του Φονιά και της Γριάς Βάθρας. Υπάρχουν βέβαια πολλές εκδοχές σχετικά με την καταγωγή των ονομάτων, αλλά η κυρία Μαρία επέμενε ότι αυτές είναι οι αληθινές. «Μια μέρα δυο ψαράδες ψάρευαν στη θάλασσα, εκεί ακριβώς που εκβάλλει ο ποταμός Φονιάς. Ξαφνικά έπιασε τρομερό μπουρίνι και, επειδή φούσκωσε πολύ η θάλασσα, οι ψαράδες έτρεξαν να προστατευθούν στο φαράγγι του Φονιά. Το λάθος όμως ήταν μοιραίο. Το βουνό κατέβασε λάσπη και το ποτάμι όρμησε και παρέσυρε του άτυχους ψαράδες». Όσο για τη Γριά Βάθρα, «πήρε το όνομά της αφότου έπνιξε μια γριά που έσκυψε να πιει νερό και γλίστρησε μέσα της. Είχε και το κοπάδι της μαζί. Αυτή πνίγηκε και τα κατσίκια σκόρπισαν. Αργότερα τη βρήκαν κάτω στη θάλασσα, εκεί που εκβάλλει η Γριά Βάθρα. Και μάλιστα έτσι κατάλαβαν οι ντόπιοι ότι το ποτάμι βγάζει στη θάλασσα». Πιθανολογούν πως το ποτάμι μετέφερε τη γριά υπογείως ως εκεί. Τα δυο αυτά ποτάμια έχουν σκοτώσει πολύ κόσμο, γιατί είναι πολύ ορμητικά και τα βράχια τους πολύ γλιστερά.
Μου είπε κι άλλες πολλές ιστορίες για την καθημερινότητα και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτού του νησιού που συνδυάζει την αρχαιότητα, τους θρύλους και την ιστορία. Εγώ είχε την ιστορία που ήθελα, κι εκείνη βρήκε ένα πρόθυμο αυτί να ακούσει όλα εκείνα που ποθούσε να πει και να μεταδώσει για τον τόπο που τόσο αγαπούσε.
«…Δεν αφήναμε τη μητέρα μας να ανοίξει το παναθύρ’ (παράθυρο), γιατί στο πολύ φως οι ανεμώνες μας μαδούσαν γρήγορα, ενώ στο σκοτάδι ‘μέναν μπουμπουκιασμένες για πολλές μέρες. Είχα προσέξει, πως η ηλιαχτίδα που έμπαινε απ’ τη χαραμάδα του παραθυριού, πάνω στα λουλούδια, φαινόταν σαν την «Κυρασουλένη» (Ουράνιο Τόξο). Λένε, άμα βγει Ουράνιο Τόξο αλλάζει ο καιρός. Άραγε θα ξαναδούμε εμείς το Ουράνιο Τόξο πάνω απ’ τα λουλούδια μας στο πατρικό μας σπίτι; Άραγε θα ‘ρθούνε οι όμορφοι και ξέγνοιαστοι καιροί ή θα μας πάρ’ ο άνεμος όπως τη φλόγα απ’ το κερί;» (Η κ. Μαρία σε γράμμα προς την αδελφή της το 1974)
Πηγές:
Σαμοθρακίτικα Ανεμοχάδια, Μαρίας Βερβέρη- Krause. Γ’ έκδοση 2005.
Έθιμα και παραδόσεις της Σαμοθράκης, ό.π., Β’ έκδοση 1999.
Σαμοθράκη. Οικοτουριστικός Οδηγός, Γρηγόρη Τσούνη. Έκδοση Δήμου Σαμοθράκης 2002.
Το παρόν αποτελεί μέρος ταξιδιωτικού άρθρου που πρωτοδημοσιεύτηκε -πολύ πιο εμπλουτισμένο- το 2005 στο περιοδικό Μυστική Ελλάδα κι έκτοτε αναδημοσιεύθηκε από πολλά blogs και περιοδικά.Σήμερα, το σπίτι-μουσείο είναι το επίσημο λαογραφικό μουσείο της Σαμοθράκης
Οι φωτογραφίες με το βιβλίο είναι από το Leakey’s Bookshop στο Ινβερνές της Σκωτίας που είναι πολύ όμορφο και στο κέντρο του υπάρχει μια ξυλόσομπα. Το βιβλίο είναι η πρώτη έκδοση του Νησιού των Θησαυρών το 1883. Η πλάκα με τα χαραγμένα γράμματα βρίσκεται μεταξύ άλλων πλακών με φράσεις συγγραφέων, έξω από το Writer’s Musem στη γενέτειρα του Stevenson.
Robert Louis Stevenson. Γέννηση 13 Νοεμβρίου 1850, πέρασμα στην αιωνιότητα 3 Δεκεμβρίου 1894.
Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο της Σκωτίας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια αυστηρών αρχών. Σπούδασε μηχανικός (ένα επάγγελμα που έκαναν όλοι σχεδόν οι άντρες της οικογένειάς του) στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, ενώ αργότερα τελείωσε και τη Νομική Σχολή. Σύντομα όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία. Οι γονείς του ήταν πρεσβυτεριανοί (ο παππούς του, Lewis Balfour, ήταν εφημέριος της Εκκλησίας της Σκωτίας). Η νοσοκόμα-νταντά του (καθώς ήταν ιδιαίτερα φιλάσθενο παιδί) πίστευε σε ένα μείγμα καλβινισμού και φολκλορισμού, και οι ιστορίες που του έλεγε ήταν λιγάκι τρομακτικές. Μεγαλώνοντας, όλα αυτά τα απέρριψε και ακολούθησε τη ζωή των μποέμ.
Υπήρξε στενός φίλος του Henry James (γνωστός με το Στρίψιμο της Βίδας). Έγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα, δοκίμια, επιστολές, ιστορίες μυστηρίου, ταξιδιωτικής φαντασίας, σκοτεινού ρεαλισμού, και παιδικά βιβλία.
Σ’ όλη του τη ζωή ταξίδευε -συχνά για λόγους υγείας- για να καταλήξει τελικά στους Τροπικούς, στη Σάμοα, όπου συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Οι ιθαγενείς τον λάτρευαν και τον αποκαλούσαν Tusitala (ο παραμυθάς). Η ζωή του εκεί άσκησε τεράστια επιρροή στο έργο του.
Το σπίτι του στα νησιά Σαμόα
“Το νησί των θησαυρών” (1883) ξεκίνησε σαν απλός χάρτης που θα μπορούσε να διασκεδάσει τα παιδιά ενώ ξεκίνησε να το αφηγείται αρχικά στον γιο του. Η ιστορία του έμελλε να αποτελέσει κλασικό ανάγνωσμα όλων των παιδιών. Άλλα γνωστά έργα του είναι: Δόκτωρ Τζέκυλ και κύριος Χάιντ, Η απαγωγή, Ο αφέντης του Μπάλαντρε, Μαρκχάιμ, Ολάγια, Η Λέσχη της Αυτοκτονίας κ.ά.
Ο Stevenson τάφηκε στη Σαμόα και αυτό είναι το ρέκβιεμ που αναγράφεται στο μνημείο του:
Under the wide and starry sky,
Dig the grave and let me lie.
Glad did I live and gladly die,
And I laid me down with a will.
This be the verse you grave for me:
Here he lies where he longed to be;
Home is the sailor, home from sea,
Αnd the hunter home from the hill.
Στο Writer’s Museum, που είναι αφιερωμένο τους τρεις εθνικούς συγγραφείς της Σκωτίας (Burns, Scott, Stevenson), υπάρχουν προσωπικά του αντικείμενα, φωτογραφικό υλικό από τη ζωή του καθώς και οι πρώτες εκδόσεις και χειρόγραφά του.
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε την ιδιαίτερη και σουρεαλιστική περσόνα της Πίππης από την ομώνυμη σειρά που παρακολουθούσαμε μικροί και δευτερευόντως από τα βιβλία. Λίγα όμως γνωρίζουμε για τη δημιουργία της από τη συγγραφέα Astrid Lindgren που είναι λατρευτή στη Σουηδία, και όχι μόνο.
Η Astrid Anna Emilia Lindgren γεννήθηκε στις 14/11/1907. Ξεκίνησε να αφηγείται τις ιστορίες της Πίπης στην εννιάχρονη κόρη της όταν εκείνη αρρώστησε και της ζήτησε να της πει μια διασκεδαστική ιστορία. Ιστορία στην ιστορία, διαμορφώθηκε μια ιδιαίτερη περσόνα, η Πίπη. Η Πίπη είναι να αστείο κορίτσι με υπερφυσική δύναμη, με αυτοπεποίθηση ενηλίκου που ζει μόνη της και ανεξάρτητη, στη βίλα Βιλεκούλα. Ατίθασο, αντιδραστικό μα με χρυσή καρδιά, ζει με τα ζώα της μέσα σε ένα ακατάστατο σπίτι και κάνει ό,τι θέλει, φοράει ό,τι θέλει, κάνει πάρτι με τους φίλους της όποτε θέλει, τρώει ό,τι θέλει, όπου θέλει -ακόμα και στο μπάνιο(!)-, ενσαρκώνει την απόλυτη παιδική ελευθερία, έναν ελεύθερο τρόπο ζωής μακριά από τους κανόνες των μεγάλων, με ανεξαρτησία και μπόλικο σουρεαλισμό και μαγικό ρεαλισμό.
Όταν τα γραπτά της Astrid, μετά τις πρώτες απορρίψεις, έγιναν τελικά δεκτά από τον εκδοτικό Rabén & Sjögren, το πρώτο Pippi Longstocking εκδόθηκε το 1945. Ακολούθησε πανζουρλισμός από τους αναγνώστες. Γράμματα έφταναν καθημερινά στον εκδοτικό ζητώντας τη συνέχεια, τα παιδιά είχαν ανοίξει τις καρδιές τους και είχαν βάλει μέσα την Πίπη. Κι αυτό γιατί η Astrid μίλησε στη γλώσσα τους και έπαιξε με τους όρους τους.
Εκδόθηκαν τρία βιβλία από το 1945 έως το 1948, ακολουθούμενα από πολλά βιβλία μικρών ιστοριών και εικονοβιβλίων. Μέχρι το 2018 έχει ήδη μεταφραστεί σε 76 γλώσσες και έχει μεταφερθεί στο κινηματογράφο και τη τηλεόραση.
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης
Πέθανε το 2002 αφήνοντάς μας τη μαγική συνταγή. Η πιο αγαπημένη συγγραφέας παιδικών βιβλίων της Σουηδίας, λοιπόν, μας έδειξε τον τρόπο να μπούμε στην καρδιά και το μυαλό παιδιού. Εκεί που τα “πρέπει” των μεγάλων φαντάζουν μ=περισσότερο παράλογα από ένα πουά άλογο και ένα πιθηκάκι που φοράει γιλέκο.
Προς τιμήν της υπάρχει ένα βραβείο για νέους λογοτέχνες που απονέμεται κάθε χρόνο στα γενέθλιά της. Επίσης, ένας αστεροειδής κι ένας μικροδορυφόρος έχουν πάρει το όνομά της.
Η Astrid συνήθιζε να λέει πως:
Η παιδική ηλικία χωρίς βιβλία δεν είναι παιδική ηλικία. Είναι σαν κάποιος να κλείνει την πόρτα που οδηγεί στο μαγικό εκείνο μέρος όπου υπάρχει το σπανιότερο είδος ευτυχίας.